firefox-translations-models/evaluation/el-en/mtedx_test.el

1028 строки
187 KiB
EmacsLisp
Исходник Постоянная ссылка Обычный вид История

Στην ηλικία των 12 ετών, ήταν η πρώτη φορά που έπρεπε να αντιμετωπίσω τον εαυτό μου.
Ήταν η χρονιά που ξεκίνησα τον αθλητισμό και άλλαξα σχολείο.
Πλέον ήμουν μαθητής του μουσικού σχολείου της πόλης μου και βρισκόμουν ολοκληρωτικά στην ηλικία της εφηβείας.
Οι συμμαθητές μου ήταν ταλαντούχα παιδιά με ποικίλες ασχολίες.
Άλλοι έπαιζαν μουσική, άλλοι ποδόσφαιρο και άλλοι απλά ήταν καλύτεροι από μένα.
Ή τουλάχιστον έτσι ένιωθα.
Ένιωθα πως υστερώ σε πολλούς τομείς σε σχέση τους συνομήλικους μου και σε σχέση με αυτό που είχα στο μυαλό μου ότι μπορώ να είμαι και να γίνω στο μέλλον.
Σκεφτείτε, ήμουν υπέρβαρος, ντροπαλός και καθόλου δημοφιλής.
Αυτή η κατάσταση πίστευα ότι δεν μου αξίζει, γι' αυτό και άρχισα να αναζητώ τρόπους να την αλλάξω.
Πρώτη μου κίνηση ήταν να ψάξω στο Google, όπως κάνουμε όλοι μας πλέον σήμερα, πώς θα γίνω καλύτερος, πιο έξυπνος, πώς θα μπορώ να κερδίζω τις εντυπώσεις σε μια παρέα, και συνέχισα κάνοντας κάθε είδους παρεμφερείς αναζητήσεις.
Ξεκίνησα να διαβάζω καθημερινά βιβλία και άρθρα αυτοβελτίωσης.
Κάποια στιγμή πίστεψα πολύ καλή επιλογή εκτός από τα άρθρα στο διαδίκτυο θα ήταν και ένα βιβλίο που θα είχε συμπυκνωμένη γνώση για μένα.
Και πήγα και σε ένα βιβλιοπωλείο.
Μάθαινα για τεχνικές και μεθόδους που θα μπορούσαν να με βοηθήσουν να βελτιωθώ και προσπαθούσα να τις εφαρμόσω.
Μελετούσα τη στάση του σώματος, τον τόνο της φωνής, την ταχύτητα της ομιλίας, και επεδίωκα να ελέγχω το ύφος κάθε συζήτησης.
Κάπως έτσι, όπως καταλαβαίνετε, ήταν πολύ δύσκολο να τα κάνω όλα αυτά από το μηδέν, ξαφνικά, και να τα μελετώ όλα αυτά ταυτόχρονα και ήταν ουτοπικό να πιστεύω πως θα τα καταφέρω τόσο απλά.
Κάπως έτσι κατάλαβα ότι η θεωρία από την πράξη απείχαν πολύ και κάπου εκεί άρχισα να πιστεύω πως ποτέ δε θα φτάσω εκεί που επιθυμώ και με την απογοήτευση στο πρόσωπό μου ολοένα να μεγαλώνει.
Και τότε, ένα γεγονός έμελλε να αλλάξει όλη τη θεωρία μου γύρω από τη ζωή, και για αρκετά πράγματα, τουλάχιστον όπως τα αντιλαμβανόμουν για τον εαυτό μου.
Ήταν μια απλή πρόταση από έναν καθηγητή στο σχολείο μου, να λάβουμε μέρος σε έναν μεγάλο διαγωνισμό ταινιών μικρού μήκους.
Λάβαμε μέρος και διακριθήκαμε στις καλύτερες ομάδες του διαγωνισμού, και τότε ήταν η στιγμή που διαπίστωσα κάτι πάρα πολύ σημαντικό.
Την επόμενη μέρα μετά την επιτυχία μας έκανα μερικές ερωτήσεις στον εαυτό μου.
Τι ήταν αυτό που με έκανε να αισθανθώ ευτυχία και ανακούφιση όταν τα κατάφερα; Γιατί πιστεύω πως δεν μπορώ να κυνηγήσω τα όνειρά μου; Γιατί να φοβάμαι να χάσω κάτι που ποτέ δεν είχα, και γιατί ο φόβος της ήττας να επισκιάζει τον φόβο της νίκης; Τι είναι αυτό που πραγματικά επιζητώ από τη ζωή μου και ποιος ο σκοπός μου; Καθημερινά συμβαίνουν πολύ περίεργα πράγματα γύρω μας.
Εκατομμύρια άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν ταυτόχρονα χωρίς να έχουμε ιδέα ότι συνυπάρχουμε ή συνυπήρξαμε στο παρελθόν μαζί τους για ένα χρονικό διάστημα.
Δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν τελείως διαφορετικές ιδέες και αντιλήψεις και πεποιθήσεις από εμάς.
Και υπάρχουν και αυτοί οι άνθρωποι που τους θεωρούμε σπάνιους και μοναδικούς και είμαστε ευτυχισμένοι και χαρούμενοι που είναι δίπλα μας.
Όμως και αυτοί και υπόλοιποι και όλοι έχουμε ένα κοινό στοιχείο.
Αυτό το διάστημα μεταξύ της γέννησης και του θανάτου που το ονομάζουμε ζωή.
Η ζωή, λοιπόν, όπως όλοι ξέρετε δεν είναι παίξε γέλασε, σωστά; Λάθος!
Η ζωή είναι παίξε, γέλασε, κλάψε, διεκδίκησε, ρίσκαρε, κέρδισε και χάσε.
Η ζωή, λοιπόν, είναι ένα πολύ μεγάλο παιχνίδι και έχει πολλές παραμέτρους και πολλούς κανόνες.
Κάποιους από τους κανόνες τους γνωρίζουμε από την αρχή και κάποιες άλλες παραμέτρους και κανόνες τους μαθαίνουμε αργότερα παίζοντας αυτό το παιχνίδι.
Ένα πολύ σημαντικό μέρος στα παιχνίδια είναι να ορίσεις από την αρχή το δικό σου πλαίσιο και τους δικούς σου κανόνες έτσι ώστε να φτάσεις στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ουσιαστικά έχεις έναν στόχο που προσπαθείς να φτάσεις και να πετύχεις και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εάν κινηθείς σωστά.
Ποιο είναι όμως το σωστό μονοπάτι που θα σε οδηγήσει στον στόχο; Πιθανότατα δεν υπάρχει σωστό μονοπάτι.
Υπάρχει μόνο ο δρόμος που θα χαράξεις εσύ.
Και αν ο δρόμος που χάραξες σε οδηγεί στον στόχο, τότε έρχεται και η επιβράβευσή σου.
Σας θυμίζει κάτι αυτό το σενάριο; Χμμ, Αυτό περίπου συμβαίνει και στη ζωή μας.
Βλέπετε, τα παιχνίδια είναι συνδεδεμένα και έχουν επηρεαστεί από τη ζωή.
Μήπως αυτό θα έπρεπε να συμβαίνει και στη ζωή μας; Πολλές φορές έχουμε σκεφτεί ότι αυτή είναι η τελευταία μας ευκαιρία να πετύχουμε, ζούμε με deadlines που ορίζουν άλλοι για μας, και αυτό μας κάνει να φοβόμαστε την αποτυχία, με συνέπεια να πράττουμε πολλές φορές λάθος ή και κάποιες φόρες να μην πράττουμε και καθόλου.
Φανταστείτε τώρα πώς θα ήταν η ζωή μας αν είχε επηρεαστεί από τα παιχνίδια.
Αρχικά, δεν θα υπήρχε φόβος αποτυχίας, διότι όλοι γνωρίζουμε πως στα παιχνίδια πάντοτε έχεις και μια δεύτερη ευκαιρία.
Ακόμη και όταν οι ζωές και οι ευκαιρίες στο παιχνίδι σου ελαττώνονται, είσαι ικανός να τις αυξήσεις και να κάνεις τη ζωή και το παιχνίδι να κρατήσει παραπάνω.
Άλλωστε, ποιος ο λόγος να μην κάνουμε το ίδιο και στη ζωή μας; Κάθε φόρα που αποτυγχάνουμε σε κάτι, αυτομάτως ανεβάζουμε το ποσοστό επιτυχίας μας στην επόμενη προσπάθεια.
Αν το σκεφτείς αυτό είναι υπέροχο!
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο που εντοπίζουμε συχνά στα παιχνίδια είναι ο χρόνος.
Αν έχετε παρατηρήσει, συνήθως, πολλά παιχνίδια δεν γίνονται πιο δύσκολα αλλά πιο γρήγορα.
Αυτό συμβαίνει και στην πραγματικότητα.
Για παράδειγμα, σήμερα, εδώ, θα μπορούσα να κάνω μια καλύτερη ομιλία στο δικό μου παιχνίδι, όμως η παραγωγή του TEDx μου όρισε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα για να μιλήσω, με συνέπεια να μου κάνουν το παιχνίδι πιο γρήγορο, όχι πιο δύσκολο.
Επειδή, λοιπόν, γνωρίζουμε πως ο χρόνος μας είναι περιορισμένος σε αυτό το παιχνίδι και η κλεψύδρα γυρνάει μόνο μία φόρα, ορίζουμε τον δικό μας βαθμό δυσκολίας σε συνάρτηση με αυτήν.
Τις περισσότερες φορές κρίνουμε πως είτε είναι αρκετά δύσκολο για μας, είτε ότι δεν προλαβαίνουμε.
Σκεφτείτε το λίγο και αυτό.
Είμαστε δέσμιοι του ίδιου πράγματος, θεωρώντας το δύο διαφορετικά.
Αυτή η σύγχυση πολλές φορές μας οδηγεί στην αδράνεια.
Ο τρόπος για να ξεφύγουμε από αυτό είναι να έχουμε έναν ξεκάθαρο σκοπό στο παιχνίδι μας και κατ επέκταση στη ζωή μας.
Ο χρόνος είναι η μοναδική περιουσία που έχουμε.
Είναι εκείνη η κλεψύδρα που όταν τη γυρνάς, ξαφνικά αρχίζεις να αισθάνεσαι την πίεση για δράση.
Αυτό είναι το δικό σου κλειδί που σε βοηθά να κλειδώσεις την πόρτα της αδράνειας.
Και πρέπει να την κλειδώσεις καλά γιατί θα βρει πολλούς τρόπους να ξεφύγει με σκοπό να δημιουργήσει σύγχυση και να σε παρασύρει.
Αν, λοιπόν, καταφέρεις να πιστέψεις και να δεις τη ζωή ως ένα μεγάλο παιχνίδι τότε είναι πολύ πιθανό να εντοπίσεις τον προορισμό σου.
Θα συνειδητοποιήσεις ότι είσαι εσύ ο πρωταγωνιστής αυτού του παιχνιδιού και θα ξεκινήσεις να αναζητείς τους κανόνες που πρέπει να ακολουθήσεις και όλους τους πιθανούς αντιπάλους σου.
Τότε θα ανακαλύψεις ένα πολύ μεγάλο κενό.
Δεν υπάρχουν κανόνες που πρέπει να ακολουθήσεις και συνήθως δεν υπάρχουν αντίπαλοι που θέλουν να σε κερδίσουν.
Είσαι εσύ, οι πράξεις και ο χρόνος.
Αυτό που υπάρχει είναι ο χρόνος και οι πράξεις σου.
Ακόμη και ο χρόνος είναι μια ανθρώπινη επινόηση, που ποτέ δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις και όταν το διαπιστώσεις αυτό, θα καταλάβεις ότι αγωνίζεσαι τελείως μόνος σου.
Επομένως όλο το βάρος πέφτει σε σένα και στις πράξεις που θα κάνεις.
Σε αποφάσεις δευτερευούσης σημασίας, είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τα υπέρ και τα κατά.
Σε κρίσιμα ζητήματα όμως, οι αποφάσεις θα πρέπει να προέλθουν από την καρδιά σου.
Η επιτυχία κρύβεται μέσα σου.
Γι' αυτό άκουσε και νιώσε την καρδιά σου και άφησε την να σου δείξει αυτή τη σωστή στρατηγική για το παιχνίδι σου.
Εξάρτησέ την από έναν στόχο και κυνήγησέ τον.
Αν τον πετύχεις, θα απολαύσεις το αποτέλεσμα.
Αν όχι, θα έχεις απολαύσει το ταξίδι.
Σε κάθε περίπτωση θα έχεις ανακαλύψει, γιατί αξίζει να ρισκάρεις, γιατί αξίζει να διεκδικείς και γιατί αξίζει να παίζεις.
Αυτοί που έχουν ένα «γιατί» για να ζουν, μπορούν να αντέξουν οποιοδήποτε «πώς» έχει πει ο Νίτσε.
Αυτό το γιατί καλούμαστε να το απαντήσουμε όλοι μας.
Η μέρα που θα το ανακαλύψεις θα είναι η σημαντικότερη μέρα της ζωής σου.
Αναζήτησε μέσα σου χωρίς φόβο και θα το βρεις.
Εγώ το βρήκα πριν λίγα χρόνια έπειτα από έναν απλό διαγωνισμό.
Τώρα είναι η σειρά σου.
Ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)
Για να ξαναμπεί η οικονομία μας σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης θα πρέπει να αλλάξουνε δουλειά μισό με ένα εκατομμύριο άνθρωποι.
Δηλαδή το 10 με 20% του εργατικού δυναμικού.
Και όταν λέω να αλλάξουν δουλειά, δεν εννοώ να δουλεύουνε πιο παραγωγικά ή πιο πολύ ή πιο έντιμα ή πιο έξυπνα.
Εννοώ να αλλάξουν αντικείμενο δραστηριότητας.
Kαι ας δούμε γιατί.
Αν χωρίσουμε την οικονομία, τους κλάδους της οικονομίας σε δυο κατηγορίες: Αριστερά τους μη εμπορεύσιμους, δηλαδή αυτούς που δε μπορούν να προσφερθούν από μακριά και αρα δεν υπόκεινται σε διεθνή ανταγωνισμό.
Και δεξιά οι εμπορεύσιμοι, δηλαδή τα προϊόντα που μπορούν να μεταφερθούνε τα βιομηχανικά, ή τα αγροτικά, οι υπηρεσίες που μπορούν να προσφερθούν σε ξένους.
Ο τουρισμός, η ναυτιλία και διάφορες μορφές τεχνολογίας εμπορεύσιμες όπως είναι το λογισμικό.
Το πρόβλημα της οικονομίας μας, το δομικό, πέρα απο τα δημοσιονομικά, είναι οτι έχουμε πολύ λίγες δουλειές δεξιά και συγκριτικά παρα πολλές αριστερά.
Και για να ορθοποδήσουμε θα πρέπει εκατοντάδες χιλιάδες δουλειές να έρθουν από εκεί, εδώ.
Ας δούμε μια άλλη κατηγορία.
Να τις χωρίσουμε σε κλάδους που χρειάζονται μεγάλες και οργανωμένες επιχειρήσεις που σημαίνει κεφάλαια, ιεραρχίες κτλ. και αυτούς που μπορούνε να γίνουν και γίνονται σήμερα από μικροεπιχειρήσεις.
Όσοι μιλάνε για επενδύσεις και ελπίζουν ότι θα έρθουν δουλειές με «επενδύσεις» σε εισαγωγικά, ελπίζουν στην πραγματικότητα ότι οι δουλειές θα έρθουνε σε έτοιμα πακέτα, εδώ, πάνω, στις μεγάλες ανταγωνιστικές εταιρίες καλοσχεδιάσμένες, χωροθετημένες, με τις ιεραρχίες τους και τον εξοπλισμό τους.
Και πράγματι, το διεθνές πρότυπο μιας εξωστρεφούς οικονομίας είναι αυτό.
Οι μεγάλες βιομηχανίες, οι μεγάλες εταιρίες μάλλον στους ανταγωνιστικούς κλάδους είναι αυτές που κάνουνε τις εξαγωγές ή αυτές που εμποδίζουνε τη μεγάλη διείσδυση εξαγωγών απ' έξω, που υπερασπίζονται την εγχώρια αγορά.
Σε μας, αυτό το μοντέλο δεν μπορεί να κυριαρχήσει.
Και ο λόγος είναι ότι όλη μας η κοινωνία, όλο μας το θεσμικό περιβάλλον συνωμοτεί για να μην έχουμε πολλές μεγάλες επιχειρήσεις στους ανταγωνιστικούς κλάδους.
Αυτή τη στιγμή, ούτε το 5% του εργατικού δυναμικού δεν εργάζεται σε μεγάλες επιχειρήσεις εκεί πάνω.
Και όταν λέω μεγάλες, να έχουνε πάνω απο 250 εργαζόμενους, οχι τεράστιες.
Ούτε το 5%.
Ένα 25% περίπου εργάζεται σε μεγάλους οργανισμούς ή στο κράτος, και κυρίως στο κράτος, στους μη εμπορεύσιμους κλάδους.
Και το 70% είναι η μικρομεσαία οικονομία.
Και απ' αυτό το 70%, οι μισοί τουλάχιστον είναι αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες.
Συνεπώς η μεγάλη προσαρμογή που έχουμε να κάνουμε είναι από όλο τον μη εμπορεύσιμο κλάδο και απο όλη τη δεξαμενή των ανέργων να δημιουργηθούν οι δουλειές εδώ, στη μικρή, εξαγωγική, εξωστρεφή οικονομία.
Τώρα, αυτή είναι μια τροχιά που δεν είναι καθόλου συνηθισμένη διεθνώς.
Δεν έχουμε πρότυπα να αντιγράψουμε.
Θα πρέπει να δημιουργήσουμε μία δικιά μας τροχιά αρκετά ιδιόμορφη, αρκετά ελληνική.
Τα ελληνικά νοικοκυριά θα τα καταφέρουνε γιατί έχουνε ορισμένα στοιχεία που δεν υπάρχουνε σε πολύ μεγάλη έκταση στη δύση.
Καταρχάς, ο αυτοαπασχολούμενος και μικροεπιχειρηματίας έχει εμπορικότητα.
Ξέρει να διαχειρίζεται εισπράξεις και πληρωμές.
Ξέρει να στήνει νέες δουλειές, που ένα στέλεχος μιας μεγάλης εταιρίας στη δύση που 'χει κάνει την καριέρα του σε μια ιεραρχία δεν το ξέρει κατ' ανάγκη.
Έπειτα υπάρχει η περίφημη πολυέργεια της ελληνικής οικογένειας.
Οι διαφορετικές πηγές εισοδήματος, κάποια διάφορα περιουσιακά στοιχεία, ένα χωράφι από 'δώ, κάποιο νοίκι από 'κεί, μία σύνταξη, ο μισθός της συζύγου στο δημόσιο που είναι σταθερός κτλ. Και αυτό είναι σημαντικό γιατί; Γιατί οι έρευνες που έχουνε γίνει διεθνώς, στατιστικές έρευνες, για το ποιοι είναι οι βασικοί παράγοντες που πείθουνε κάποιον να γίνει επιχειρηματίας, να ξεκινήσει μια νέα δικιά του δουλειά, ο πιο σημάντικος παράγοντας στατιστικά είναι να έχει ένα αποκούμπι, μία μικρή περιουσία, κάτι.
Αυτός ο παράγοντας στατιστικά είναι πιο σημαντικός ακόμα και από στοιχεία χαρακτήρα.
Δηλαδή αν έχουμε πνεύμα ριψοκίνδυνο κτλ. Επομένως θεωρώ ότι τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν όλα τα στοιχεία για να καταφέρουν αυτή τη μεγάλη μετατόπιση για την οποία μίλησα.
Και έτσι δεν νομίζω ότι είναι δύσκολο να φανταστούμε μία φιλόλογο να φύγει απ' το φροντιστήριο και να πάει στον τουρισμό, ή έναν μηχανικό να γυρίσει στο πατρικό του χωράφι και να δοκιμάσει κάτι νέο, μια νέα καλλιέργεια, - δεν έχει βρεθεί καινοτομία για τη βραχνάδα απ' ότι βλέπω - ή 3 νέους τεχνικούς να σχεδιάζουνε εφαρμογές για την παγκόσμια οικονομία ψηφιακές, που μερικούς απ' τους πιο καλούς τους έχουμε εδώ σήμερα.
Εμπόδια θα υπάρχουνε πάρα πολλά.
Και ένα από τα πιο μεγάλα είναι τα πρότυπα που κουβαλάμε στο κεφάλι μας.
Τα πρότυπα που κουβαλάμε στο κεφάλι μας θα είναι ένα από τα πιο μεγάλα εμπόδια, πρότυπα για τι πράγμα; Για το τι για παράδειγμα είναι μια καλή δουλειά.
Για μένα, για το παιδί μου.
Ή για το τι είδους επιχειρήσεις είναι οι καλύτερες επιχειρήσεις για την εθνική οικονομία.
Το 1980, το πρότυπο το κυρίαρχο, το δυτικό πρότυπο, ήτανε ότι ανάπτυξη σημαίνει βιομηχανία.
Και εμείς τα προτυπά μας τυχαίνει να... ...δεν το δουλεύουμε ορθολογικά.
Όπως θα' λεγε και ο Στέλιος τα εισάγουμε.
Υπάρχουν κυρίαρχες αφηγήσεις δυτικές που ταιριάζουνε στη δύση αλλά μπορεί να μην ταιριάζουν σε μας.
Λοιπόν, το '80 έλεγε το κυρίαρχο πρότυπο: «ανάπτυξη σημαίνει βιομηχανία».
Και γι' αυτό ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο χαρισματικός Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει τότε, αν θυμάστε: «Δεν θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης».
Και χρωμάτισε αρνητικά τον τουρισμό για πολλά χρόνια.
Φανταστείτε να είχε πει: «Θέλουμε να είμαστε οι οικοδεσπότες όλης της Ευρώπης».
Να έρχοντε εδώ, να συναντιούνται μεταξύ τους, να διασκεδάζουν, να ψυχαγωγούνται, να αναζητούν.
Πόσο διαφορετική αφήγηση θα υπήρχε για τον τουρισμό.
Σήμερα, ένα κυρίαρχο πρότυπο λέει ότι η ανάπτυξη είναι υποδομές και οργάνωση.
Και ισχύει αυτό σε κάποιο βαθμό, μερικά.
Αλλά για μας, πρέπει να' χουμε μία σοφή ισορροπία ανάμεσα σ'αυτό υποδομές και οργάνωση απο τη μια και στα δικά μας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Και να συνεχίσω με ένα παράδειγμα, τον τουρισμό.
Οι ξένοι για να 'ρθουν σ' ένα νησί μας θα προσγειωθούνε στο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Θα έρθουνε σε επαφή με ένα οργανωμένο αεροδρόμιο, το οποίο μόνο οι μεγάλοι οργανισμοί και οι υποδομές και τα σχέδια μπορούν να έχουνε.
Το πάνω μέρος του πίνακα που έδειχνα πριν.
Αλλα προφανώς δεν έρχονται για το αεροδρόμιο.
Μετά, θα μπούνε σε ένα καράβι, το οποίο αν είναι γρήγορο και καθαρό, θα τους κάνει να φτάσουν στον προορισμό τους ευδιάθετοι και ξεκούραστοι.
Και το καράβι προφανώς μόνο κάποια μεγάλη εταιρία μπορεί να το λειτουργήσει σωστά.
Αλλα πάλι δεν είναι ο λόγος που έρχονται το καράβι.
Ο λόγος που έρχονται είναι αφού τους αφήσει το καράβι στο νησί, τι θα κάνουν εκεί; Θα πάνε στη μικρή επιχείρηση και θα νοικιάσουν μια γουρούνα και θα ξεκινήσουν τις περιπέτειες.
Εντάξει; Και θα φτάσουν εδώ.
Και θα ξαπλώσουν εδώ.
Και θα περάσουν μετά απο το ταμείο της επιχείρησης και θα πληρώσουνε εδώ.
Και το απόγευμα θα πάνε και θα αγοράσουνε μέλι που έχει παραχθεί απο μία άλλη μικρή επιχείρηση στις εγκαταστάσεις της, που είναι αυτές.
Λοιπόν, το αεροδρόμιο και το καράβι δεν είναι το προϊόν μας, είναι ο δίαυλος για να φτάσουν στα προϊόντα μας.
Τα οποία είναι η διαδρομή με τη γουρούνα, η παραλία, το ταβερνάκι κτλ. Και αυτά τα προσφέρουν οι μικροί.
Και για να εξηγούμαι, δεν λέω ότι τα μικρά «Rooms to Let» είναι καλύτερα απο τις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες.
Αυτό που λέω είναι ότι, απ' τη στιγμή που είτε δε θέλουμε είτε δε μπορούμε να έχουμε πολλές μεγάλες μονάδες, η επιτυχία του τουρισμού θα κριθεί απο τους μικρούς επαγγελματίες.
Από το πόσο είναι φιλόξενοι, πόσο είναι ευρηματικοί, πόσο φροντίζουν το περιβάλλον και πόσο πείθουν τον πελάτη να πληρώσει χωρίς να νοιώθει ότι τον κλέβουν.
Θεωρώ λοιπόν ότι το αεροδρόμιο και η γουρούνα είναι μία καλή παραβολή για το σύνολο του αναπτυξιακού μας μοντέλου.
Χρειαζόμαστε τις καλές υποδομές που μόνο ο σχεδιασμός και οι μεγάλες ιεραρχίες και τα μεγάλα κεφάλαια μπορούν να παράσχουνε και σ' αυτό δεν πρέπει να διαφέρουμε απ' τη δύση.
Πρέπει να 'χουμε τα πρότυπα αυτά.
Αλλά αυτό που θα ορίσει τη δική μας θέση στην παγκόσμια οικονομία, η οποία δεν θα είναι η ίδια με των Γερμανών ή των Κινέζων, θα είναι οι μικροί επιχειρηματίες που πρέπει να βρούνε τρόπους να πουλάνε τα προϊόντα τους παντού.
Πού μπορούμε να βασιστούμε; Εκτός από τις καλλιέργειες ή τον τουρισμό που έχουμε φυσικά πλεονεκτήματα; Υπάρχει ένα κλισέ που λέει: «Στους νέους μας, την ευφυΐα τους και στις σπουδές τους».
Γιατι είναι ανοιχτόμυαλοι, ταξιδεύουνε, ξέρουνε γλώσσες και μάλιστα πολλοί απ' αυτούς σπουδάζουν και στα πιο καλά πανεπιστήμια του κόσμου.
Αυτό έχει κάποια ουσία.
Δηλαδή με βάση αυτά τα στοιχεία μπορούμε να έχουμε μερικές επιτυχίες.
Πιστεύω όμως ότι όχι πάρα πολλές.
Εκεί που θα μπορέσουμε να 'χουμε περισσότερες είναι αν συνδυάσουμε αυτά τα στοιχεία, την ευφυΐα και τις σπουδές, με κάποιες τοπικές ιδιομορφίες, τις οποίες πρέπει να σας πω δεν μπορεί να σας τις πει κανένας απο καθ' έδρας.
Ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος.
Αυτές τις ανακαλύπτουν οι επιχειρηματίες κάθε μέρα, οι μικροί επιχειρηματίες από δουλειά σε δουλειά.
Και να πω ένα παράδειγμα.
Τα βιβλία εκμάθησης ξένων γλωσσών.
Τα λεγόμενα ξενόγλωσσα βιβλία και κυρίως της αγγλικής γλώσσας.
Ξέρω τουλάχιστον 3 Έλληνες εκδότες, οι οποίοι είναι πολύ πετυχημένοι διεθνώς.
Ο ένας απ' αυτούς αγοράστηκε πρόπερσι απο μία πολυεθνική και οι άλλοι δύο κάνουνε σημαντικές εξαγωγές.
Απο πού και ως πού λοιπόν έλληνες εκδότες στην εκμάθηση αγγλικής γλώσσας.
Έχουμε την εξής ιδιομορφία.
Στις περισσότερες χώρες τα παιδιά μαθαίνουν Αγγλικά στο σχολείο και τα βιβλία τους τα παίρνουν ή απο τους μεγάλους πολυεθνικούς ή απο κάποιους εγχώριους εκδότες, έναν ή δύο με μακροχρόνιες συμβάσεις.
Εμείς εδώ, δεν μαθαίνουμε Αγγλικά στο σχολείο.
Τα μαθαίνουμε στο φροντιστήριο που υπάρχουν έξι χιλιάδες στην Ελλάδα και που το καθένα αποφασίζει τι βιβλία θα πάρει και τα ξαναποφασίζει την επόμενη χρονιά.
Έτσι λοιπόν έχει δημιουργηθεί μία πολύ ανταγωνιστική αγορά εκδοτών για εκμάθηση αγγλικής γλώσσας, που είναι περίπου 15 αυτή τη στιγμή και οι πιο πολύ είναι εγχώριοι, είναι Έλληνες.
Το άλλο χαρακτηριστικό της Ελλάδας, η ιδιομορφία πάλι, είναι ότι οι Έλληνες μαθητές θέλουνε να 'χουν τελειώσει με τα Αγγλικά, με φροντιστήρια και εξετάσεις στα 16 τους.
Γιατί μετά πρέπει να αρχίσουν τα άλλα φροντιστήρια, των πανελλαδικών.
Αυτό λοιπόν γεννάει μια ανάγκη για μεθόδους διδασκαλίας που είναι πιο συνοπτικές και πιο γρήγορες.
Πιο γρήγορες απ' αυτές που έχουν αναπτύξει οι πολυεθνικοί εκδότες.
Και έτσι λοιπόν οι έλληνες εκδότες πατώντας σ' αυτή την ιδιομορφία φτιάξανε προϊόντα που είναι ανταγωνιστικά διεθνώς.
Πατώντας σε μία θεσμική ιδιομορφία της Ελλάδας.
Προσέξτε τώρα.
Πόσοι θα παραδεχτούνε ότι αυτό το μόρφωμα των φροντιστηρίων που μερικοί περιφρονητικά το λένε παραπαιδία δημιούργησε μία τεχνογνωσία που είναι ανταγωνιστική διεθνώς, που το επίσημο σχολείο δεν θα δημιουργήσει ποτέ.
Αυτές είναι οι κυρίαρχες αφηγήσεις, τα κυρίαρχα πρότυπα για τα οποία έλεγα πριν που καμιά φορά μας εμποδίζουν.
Και να πω ένα άλλο παράδειγμα; Υπάρχει ένα ελληνικό μοντέλο, επιχειρηματικό, τα Internet Cafe, που πηγαίνουνε μαθητές τα απογεύματα και παίζουνε με τη παρέα τους διαδικτυακά παιχνίδια περιπέτειας.
Αυτό το μοντέλο, είναι πρωτότυπο διεθνώς.
Δεν υπάρχει στην Ευρώπη.
Και είναι πολύ ωφέλιμο για τους μαθητές γιατί αναπτύσσει πνεύμα συνεργασίας αφού παίζουνε μαζί, και φυσικά και άλλες σύνθετες ικανότητες, πράγματα που φυσικά το ελληνικό σχολείο δε τους δίνει.
Όμως το κράτος αντιμετωπίζει τα Internet Cafe με τεράστια καχυποψία μήπως απο πίσω υπάρχει τζόγος.
Και προσπαθεί με διάφορους τρόπους να τα κλείσει.
Και οι επιχειρηματίες δε μπορούν να υπερασπιστούν τη δουλειά τους επικαλούμενοι ευρωπαϊκά πρότυπα γιατί δεν είναι συγκρίσιμα.
Δηλαδή η ιδιομορφία τους αυτή που θα μπορούσε να είναι πλεονέκτημα καταντάει μειονέκτημα εξαιτίας της καχυποψίας του κράτους.
Το 1976, στην πρώτη μου δουλειά, δούλευα σ' ένα ερευνητικό πρόγραμμα για το υπουργείο παιδείας και την παγκόσμια τράπεζα.
Και ερχόνταν διάφοροι ξένοι σύμβουλοι για να μας βοηθήσουν στη δουλειά.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένας καθηγητής οικονομικής ιστορίας από ένα πολύ μεγάλο, γνωστό, αμερικάνικο πανεπιστήμιο.
Ήμασταν τότε σ' ένα κτήριο στην οδό Ερμού.
Σε ένα διάλειμμα της δουλειάς με ρώτησε για τη διατριβή μου - εγώ έκανα τότε μία διατριβή - η οποία είχε θέμα τη μονοπωλιακή συγκέντρωση στην ελληνική βιομηχανία.
Εγώ ήμουνα πολύ επηρεασμένος εκείνη την εποχή απο τις νεομαρξιστικές θεωρίες της ανάπτυξης.
Τις νεομαρξιστικές θεωρίες της ανάπτυξης οι οποίες μιλούσανε για την εξάρτηση και την υπανάπτυξη της Ευρώπαικής περιφέρειας.
Όταν λοιπόν με ρώτησε άρχισα να του λέω για τις μητροπόλεις του καπιταλισμού που συγκεντρώνουν όλη την τεχνολογία εκεί, και για το πόσο υποανάπτυκτη είναι η χώρα μου.
Με άκουσε πολύ υπομονετικά και στο τέλος μου λέει: «Καλά όλα αυτά, αλλα τον δίσκο του καφετζή τον έχεις παρατηρήσει;» και εννοούσε... αυτό.
Εννοούσε αυτό.
Μου εξήγησε λοιπόν πόσο καταπληκτικά σχεδιασμένος είναι, για να ακουμπάει χαλαρά στα δάχτυλα και με το βάρος του ποτηριού να σταθεροποιείται και όταν ανεβοκατεβαίνει ο καφετζής τις σκάλες του υπουργείου να μη χύνονται τα νερά.
Και μου λέει: «Τόσο καλά σχεδιασμένο δίσκο, εγώ, στην Αμερική δεν έχω δεί».
Και ομολογώ ότι με άφησε άναυδο.
Εγώ του μιλούσα για τις μεγάλες αφηγήσεις και αυτός μου μιλούσε για τον δίσκο του καφετζή.
Έμαθα κάτι εκείνη τη μέρα.
Ότι την πραγματική οικονομία δεν τη μαθαίνεις διαβάζοντας, τη μαθαίνεις παρατηρώντας.
Και ότι η τεχνολογία δεν είναι μόνο ό,τι υπάρχει στα εργαστήρια της Intel, αλλά οι επιλογές που κάνει ο κάθε επαγγελματίας κάθε μέρα.
Θα μου πείτε γιατί τα λέω αυτά; Προφανώς δεν τα λέω για να πω ότι οι δίσκοι θα σώσουν την οικονομία μας.
Τα λέω γιατί νομίζω ότι έχει δίκιο, ο Νίκος Αναγνώστου, ο blogger που γράφει για τεχνολογία, όταν έγραψε σ' ένα πρόσφατο post πολύ ωραία: «Η εξωστρέφεια δεν χρειάζεται να είναι εντυπωσιακή».
Η ανταγωνιστηκότητα δε χρειάζεται να είναι εντυπωσιακή.
Λοιπόν, οι νέες εξωστρεφείς μικροεπιχειρήσεις μας δεν θα χωράνε σε κάποια μεγάλη αφήγηση, δεν θα έχουν την επίσημη ευλογία του κράτους που έχει ας πούμε σήμερα ένα φαρμακείο.
Δεν θα θεωρούνται λειτούργημα ούτε θα 'χουν τη σιγουριά του δημοσίου, ούτε την αίγλη της καριέρας σε μια μεγάλη εταιρία, ούτε θα έχουν αντιγράψει πετυχημένα μοντέλα απο το Business Week.
Θα είναι αυτοσχέδιες, θα μας μοιάζουν πρόχειρες και βαλκανικές και μυστήριες.
Οι ιδιοκτήτες μόνοι τους θα πρέπει να εφεύρουν την αφήγηση εκείνη που θα δώσει νόημα και διάρκεια σε αυτό που κάνουνε.
Εμείς οι υπόλοιποι να μην τους υποτιμήσουμε γιατί αυτοί είναι που θα μας ξελασπώσουν.
Ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)
Γεια σας.
Όταν μου ζητήθηκε να μιλήσω στο φετινό TEDxAcademy, η πρώτη προφανής ερώτηση, βέβαια, ήτανε ποιο είναι το θέμα και ομολογώ ότι η απάντηση με προβλημάτισε.
«Εξέλιξη», μου είπαν.
Τι σχέση έχω εγώ με την εξέλιξη; Μπορώ να σας μιλήσω για πολλές δυσάρεστες εξελίξεις στη χώρα μου, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.
Το σκέφτηκα λιγάκι, δεν ήθελα να πω και όχι.
Ήταν τιμητική η πρόσκληση, και ξαφνικά μου ήρθε αυτό που λένε οι νεότεροι «φλασιά».
Μια έμπνευση.
Και είπα ότι εδώ η Ευρώπη, 60 και περισσότερα χρόνια, κάνει το πιο εντυπωσιακό, επαναστατικό, πολιτικό πείραμα.
Λοιπόν, να σας μιλήσω γι' αυτό.
Να σας πω τα καλά νέα, να σας πω και τα κακά νέα και να κλείσω με μερικά λόγια για την Ελλάδα.
Λοιπόν, το θέμα μου σήμερα είναι το πείραμα Ευρώπη.
Ποιοι ήταν οι στόχοι αυτού του πειράματος που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1950; Πρώτα απ' όλα, η εδραίωση της ειρήνης σε μια Ευρώπη με ανοιχτά σύνορα.
Θυμηθείτε σε μια μικρή ήπειρο, κατακερματισμένη, με πολλά κράτη που κουβαλάν στην πλάτη τους μια μακρά, ένδοξη ιστορία, αλλά γεμάτη πολέμους και αιματηρές συγκρούσεις.
Δεύτερος στόχος: η επίτευξη οικονομικής ευημερίας μέσω της δημιουργίας μιας μεγάλης, ελεύθερης, ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής αγοράς, αλλά ταυτόχρονα με τη δημιουργία των εργαλείων εκείνων που θα βοηθούσαν τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες και περιφέρειες της Ευρώπης να συγκλίνουν.
Τρίτος στόχος: η ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, ιδιαίτερα σε χώρες με προβληματικό πολιτικό παρελθόν.
Και τέταρτος στόχος: η εφαρμογή του αρχαίου ρητού: «ισχύς εν τη ενώσει», δηλαδή, σε έναν κόσμο που αλλάζει πάρα πολύ γρήγορα, σε έναν κόσμο που το μέγεθος μετράει, οι χώρες της Ευρώπης, ακόμα και οι πάλαι ποτέ μεγάλες και κραταιές, δεν έχουν πλέον ούτε το ειδικό βάρος ούτε το μέγεθος για να είναι πρωταγωνιστές στην παγκόσμια σκηνή, ούτε καν συνήθως δευτεραγωνιστές.
Αυτοί ήταν οι βασικοί στόχοι.
Ποια είναι τα μέσα που χρησιμοποιήσουμε για να πετύχουμε αυτούς τους στόχους; Πρώτον, η εδραίωση μιας κουλτούρας συνεργασίας και διαλόγου.
Στην Ευρώπη, διαλεγόμαστε και διαπραγματευόμαστε μέχρι θανάτου.
Ατέλειωτα.
Αλλά, να σας πω την αλήθεια, προτιμάω δεκαεφτάωρες διαπραγματεύσεις, έστω και μεταμεσονύχτιες, από το να πυροβολούμε ο ένας τον άλλον, όπως είχαμε τη συνήθεια να κάνουμε για αιώνες στην Ευρώπη.
Και δεύτερο μέσο: η δημιουργία κοινών θεσμών και πολιτικών, πάνω στις οποίες θα εδράζεται αυτή η κουλτούρα συνεργασίας.
Θα μου πείτε όλα αυτά ωραία ακούγονται στα λόγια, στην πράξη όμως τι μπορεί να γίνει; Η απάντησή μου είναι απλή: ότι έγιναν πάρα πολλά.
Η Ευρώπη έγινε αγνώριστη μέσα σε 50 χρόνια.
Και θέλετε να σας το πω διαφορετικά; Ποια είναι η απόδειξη της επιτυχίας του ευρωπαϊκού πολιτικού πειράματος, τουλάχιστον μέχρι τα τελευταία χρόνια; Σκεφτείτε την Ευρώπη σαν ένα μικρό μαγαζί, που ξεκινάει στη δεκαετία του '50, είναι μικρό, φτωχικό, πουλάει δύο προϊόντα μόνο, ουσιαστικά κάρβουνο και ατσάλι.
Αυτά ήταν τα δύο προϊόντα με τα οποία ξεκίνησε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα του Άνθρακα και του Χάλυβα.
Και με έξι μέλη.
Σήμερα, το μικρό μαγαζί αυτό έχει μετατραπεί σε τεράστιο σουπερμάρκετ, που πουλάει τα πάντα, αν και διαφορετικής πάντοτε ποιότητας προϊόντα, και έχει αυξήσει και τρομερά το πελατολόγιο του.
Από έξι μέλη γίναμε 28 και συνωθούνται και πολλοί ακόμη στην είσοδο για να μπούνε μέσα.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει πιο τρανή απόδειξη επιτυχίας ενός μαγαζιού, από το να αυξάνεις συνεχώς τον τζίρο σου και το πελατολόγιό σου.
Και να προσθέσω και κάτι άλλο, και να θεωρείσαι, μέχρι σχετικά πρόσφατα, μοντέλο για τα υπόλοιπα μέρη του κόσμου.
Καλά τα νέα, ας έρθουμε όμως στα κακά νέα.
Και υπάρχουν κακά νέα.
Η Ευρώπη έχει μπει σε κρίση.
Η κρίση είναι βαθιά.
Θα μου πείτε κρίσεις είχε η Ευρώπη πολλές στο παρελθόν.
Η απάντησή μου, όμως, θα ήταν ότι αυτή η κρίση είναι θεμελιακή, κινδυνεύει να γίνει μια υπαρξιακή κρίση για το ευρωπαϊκό πολιτικό πείραμα.
Γιατί λοιπόν κρίση; Ας δώσω μερικές εξηγήσεις.
Προφανώς, ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός.
Ένας πρώτος λόγος που η Ευρώπη είναι σε κρίση είναι γιατί μερικές φορές, πιθανότατα, προχωρήσαμε υπερβολικά γρήγορα, χωρίς αρκετή προετοιμασία, χωρίς να σκεφτόμαστε τις συνέπειες των πράξεων μας.
Θα σας δώσω ένα πάρα πολύ απλό και χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Είναι το παράδειγμα του ευρώ.
Αποφασίσαμε στην Ευρώπη, στις αρχές της δεκαετίας του '90, να φτιάξουμε ένα κοινό νόμισμα.
Αυτό είναι το απόγειο του ευρωπαϊκού πολιτικού πειράματος.
Είναι το πιο προχωρημένο στάδιο της πολιτικής εξέλιξης.
Αλλά, φτιάξαμε αυτό το κοινό νόμισμα, αλλά, δεν φτιάξαμε ούτε το θεσμικό, ούτε το πολιτικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα στηριχθεί, ούτε και τα οικονομικά εργαλεία που θα κάνουν το ευρώ βιώσιμο.
Με άλλα λόγια, προσπαθήσαμε να επαναλάβουμε στην πολιτική και την οικονομία, το θαύμα της άμωμης σύλληψης.
Δηλαδή, νόμισμα χωρίς κράτος.
Νόμισμα χωρίς κράτος δεν υπάρχει στην ιστορία και αυτό το μαθαίνουμε «the hard way», που λένε και οι Τούρκοι.
Αυτό είναι η πρώτη εξήγηση.
Η δεύτερη είναι ότι ήμασταν απροετοίμαστοι, αλλά ήμασταν και άτυχοι.
Γιατί δεν πρόλαβε το ευρώ να συμπληρώσει τα δέκα του χρόνια ζωής και ήρθε το σπάσιμο της μεγαλύτερης διεθνούς χρηματοπιστωτικής φούσκας από το 1929.
Κανένας δεν μπορούσε να το προβλέψει, αυτό είναι ατυχία.
Άρα είναι και έλλειψη προετοιμασίας και, προφανώς, ατυχία.
Υπάρχουν, όμως, κι άλλοι λόγοι.
Η τρίτη κατηγορία αναφέρεται σε λόγους που έχουν να κάνουν με το εσωτερικό των χωρών μας.
Τι συμβαίνει εδώ και 20-30 χρόνια; Στις Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες του Δυτικού κόσμου; Οι οικονομικές ανισότητες διευρύνονται συνεχώς.
Αυτό είναι πολύ πιο έντονο στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, απ' ό,τι στις περισσότερες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Ταυτόχρονα, ο αριθμός των συμπολιτών μας που αισθάνονται ότι χάνουν, ότι δεν μπορούν πλέον να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό που δημιουργείται, που χάνουν από την παγκοσμιοποίηση και την ευρωπαϊκή ενοποίηση, αυξάνεται συνεχώς.
Οι άνθρωποι αυτοί στρέφονται εναντίον της παγκοσμιοποίησης και εναντίον της Ευρώπης.
Αν δεν βρεθεί τρόπος να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό, το πρόβλημα θα διογκωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια.
Και τέταρτος λόγος είναι: δεν είναι και η καλύτερη γειτονιά.
Να σας θυμίσω, αν δείτε τον χάρτη της Ευρώπης, έχουμε μόνο γειτονιά στα ανατολικά και στα νότια.
Στα βόρεια υπάρχουν μόνο πολικές αρκούδες και στα δυτικά έχουμε ψάρια.
Έτσι, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με γειτόνους στην Ανατολή και στον Νότο.
Οι γείτονες αυτοί δεν πάνε καλά.
Το μεγαλύτερο μέρος των γειτόνων της Ευρώπης ανήκουν στην κατηγορία των χαμένων της παγκοσμιοποίησης.
Και σε όλο αυτό το οικονομικό πρόβλημα ήρθε να προστεθεί τα τελευταία χρόνια πόλεμος και θρησκευτικές συγκρούσεις.
Ένα από τα αποτελέσματα όλων αυτών των προβλημάτων στη γειτονιά μας είναι η τεράστια αύξηση των μεταναστευτικών ροών.
Η μεταναστευτική κρίση κινδυνεύει να γίνει στην Ευρώπη μια κρίση μπροστά στην οποία η κρίση του ευρώ θα ωχριά, και μια κρίση που θα μπορεί να τινάξει την Ευρώπη στον αέρα.
Η Ευρώπη χρειάζεται σίγουρα να δείξει αλληλεγγύη σε ανθρώπους που διώκονται.
Χρειάζεται να συζητήσει μια πιο δίκαιη κατανομή των βαρών.
Αλλά, χρειάζεται και μια τρίτη προϋπόθεση.
Και αυτή είναι ο αποτελεσματικός έλεγχος των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης, γενικότερα, και της Ελλάδας, μιας που είναι στο σύνολο της Ευρώπης.
Έτσι, λοιπόν, με την κρίση αυτή τα τελευταία χρόνια, φτάσαμε σε μια κατάσταση, στην οποία η συμβίωση μας στο εσωτερικό της ΕΕ γίνεται δύσκολη.
Η δυσαρέσκεια διογκούται, η αποδοχή του ευρωπαϊκού πολιτικού πειράματος μειώνεται συνεχώς.
Και γι' αυτό και αυτό καμιά φορά μοιάζει με μια συμβίωση, αυτή την αποκάλεσα σε ένα βιβλίο που έγραψα πέρυσι και κυκλοφόρησε σε διάφορες γλώσσες, «η δυστυχής ένωση», δηλαδή η Ευρώπη κινδυνεύει να καταντήσει μια συμβίωση σε μια πολυγαμική σχέση στην οποία οι εταίροι μένουν μέσα, όχι τόσο γιατί αγαπάνε ο ένας τον άλλον, αλλά γιατί φοβούνται το κόστος του διαζυγίου, ή γιατί φοβούνται να μείνουν μόνοι τους.
Θα μου πείτε ο φόβος κρατάει πολλούς γάμους.
Αλλά δεν νομίζω να είναι αρκετός για μια επιτυχημένη ευρωπαϊκή συμβίωση.
Και τώρα λίγα λόγια περί Ελλάδας.
Όπως ξέρετε, η Ελλάδα αποτελεί αναπόσπαστο, ελπίζω, κομμάτι αυτού του ευρωπαϊκού πολιτικού πειράματος εδώ και πολλές δεκαετίες.
Η σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη υπήρξε δύσκολη, ενίοτε, πολύ επεισοδιακή.
Θα λεγα ότι οι άνθρωποι στην Ελλάδα, οι συμπολίτες μας, αυτοί τουλάχιστον που θεωρούν τη συμμετοχή μας στο πολιτικό πείραμα το ευρωπαϊκό, μια θετική εξέλιξη, μπορεί να τους χωρίσει κανείς σε τρεις μεγάλες κατηγορίες.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι συμπολίτες μας που πιστεύουν ότι η Ευρώπη είναι σαν μια αγελάδα που την αρμέγεις όσο μπορείς περισσότερο.
Οι άνθρωποι αυτοί, συνήθως, έχουνε μια πολύ χαλαρή αντιμετώπιση για το πώς εφαρμόζονται οι κοινοί κανόνες.
Οι οποιοιδήποτε κανόνες, είτε ελληνικοί είτε ευρωπαϊκοί.
Μια δεύτερη κατηγορία θεωρούν την Ευρώπη ως το ασφαλές αγκυροβόλι για ένα πλοίο, το ελληνικό, το οποίο δείχνει συχνά ακυβέρνητο, γιατί τα μέλη του πληρώματος τσακώνονται συνεχώς μεταξύ τους, γιατί δεν αφήνουν τον καπετάνιο να πιάσει το τιμόνι, γιατί ο καθένας έχει διαφορετική άποψη για το πού πρέπει να πάνε.
Και αυτό το συχνά ακυβέρνητο πλοίο είναι και αναγκασμένο να ταξιδεύει σε πολύ δύσκολες θάλασσες.
Γιατί η γειτονιά της Ελλάδας είναι δύσκολη.
Έτσι, λοιπόν, σε αυτήν την κατηγορία, η Ελλάδα προσφέρει ένα αγκυροβόλι ασφαλές.
Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία, στην οποία ανήκουν λιγότεροι, νομίζω.
Αν και, πιστεύω, οι περισσότερο υποψιασμένοι.
Είναι αυτοί που θεωρούσαν από την αρχή τη συμμετοχή μας στο ευρωπαϊκό πολιτικό πείραμα ως ένα πρόσθετο, όχι το μόνο, ως ένα πρόσθετο μέσο για την επίτευξη ενός στόχου που πάει πολύ πίσω, στην Ελληνική Επανάσταση, αν θέλετε, ή ακόμη πριν: τη δημιουργία ενός σύγχρονου, ευρωπαϊκού κράτους στην Ελλάδα, ενός κράτους δικαίου με ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς, με οικονομική ευημερία και κοινωνική αλληλεγγύη.
Προφανώς, οι τρεις αυτές κατηγορίες ήταν πάντοτε η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων και Ελληνίδων.
Υπήρχαν, βέβαια, πάντοτε και οι άλλοι.
Οι άλλοι, οι οποίοι είτε για τους οποίους η Ευρώπη δεν λέει τίποτα, δεν σήμανε ποτέ τίποτα, ίσως γιατί η Ευρώπη αντιπροσωπεύει αυτό που ονομάζουν οι ίδιοι «αστικές αξίες» και «αστική δημοκρατία», η οποία δεν τους ικανοποιεί.
Είτε γιατί μερικοί άλλοι φαντασιώνουν μια Ελλάδα σε ένα άλλο κομμάτι του κόσμου που δεν είναι ακριβώς σαφές πού θα είναι αυτό.
Και βέβαια τα τελευταία χρόνια, με τη μεγάλη κρίση, βγήκανε και οι ακραίοι εθνικιστές από τα σπήλαια.
Έτσι, λοιπόν, η κρίση αυτή στην Ευρώπη αλλάζει τις εσωτερικές ισορροπίες εντός της χώρας.
Η Ελλάδα, δυστυχώς, κατάληξε τα τελευταία χρόνια να είναι το πιο προβληματικό μέλος, σίγουρα της Ευρωζώνης, πιθανότατα ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και βέβαια το μεγάλο ερώτημα είναι, «Ποιος φταίει για όλα αυτά;» Δεν έχω τον χρόνο, περίπου τρία λεπτά έχω ακόμα μπροστά μου, για να σας απαντήσω σε αυτό το ερώτημα.
Θα σας το απαντήσω εμμέσως.
Πιστεύω ότι η διαχείριση της ελληνικής κρίσης των τελευταίων χρόνων θα γίνει, γίνεται ήδη, αλλά πολύ περισσότερο στο μέλλον, μάθημα που θα διδάσκεται σε ολοένα και περισσότερα πανεπιστήμια, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά διεθνώς.
Διότι είναι ακριβώς το παράδειγμα μιας κρίσης που λέει τι δεν πρέπει να κάνεις σε μια παρόμοια κρίση.
Και οι ευθύνες αφορούν όχι μόνο, για να είμαστε δίκαιοι, στην πολιτική ηγεσία της χώρας και την κοινωνία μας γενικότερα, αλλά αφορούν και στους ευρωπαίους εταίρους μας και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Είναι, δηλαδή, μια συνειδητοποίηση μιας μεγάλης, τεράστιας ευθύνης για μια αποτυχημένη μέχρι σήμερα διαχείριση της κρίσης, της οποίας βέβαια το κόστος είναι πάρα πολύ υψηλό.
Και φτάνω στο τέλος.
Τι κάνουμε από εδώ και πέρα; Σίγουρα, η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει, αν θέλει να ξεπεράσει την κρίση.
Ξέρω ότι στο TEDx αναμένεται ο ομιλητής ή η ομιλήτρια που θα έρθει εδώ να κομίζει θετικό μήνυμα.
Χρειαζόμαστε αισιοδοξία.
Αν σας έφερνα μόνον θετικό μήνυμα, νομίζω θα σας κορόιδευα.
Αυτό που διακυβεύεται σήμερα στην Ευρώπη, είναι τεράστιο.
Υπάρχει, σίγουρα, η πιθανότητα να ξεπεράσει και αυτήν την κρίση η Ευρώπη με περισσότερη ενότητα και αλλαγμένη.
Αλλά, ο κίνδυνος να βαλτώσει η Ευρώπη ή και να έχουμε ρήξεις ή μερική διάλυση, είναι πραγματικά ορατός.
Και το πρώτο που ήθελα να σας πω σε όλους εσάς είναι ότι σκεφτείτε ότι η επιτυχία του ευρωπαϊκού πολιτικού πειράματος είναι υπόθεση όλων μας, είναι κάτι που αφορά άμεσα όλους εμάς και τα παιδιά μας.
Αν το πολιτικό πείραμα της Ευρώπης αποτύχει, ένα από τα μεγαλύτερα θύματα της αποτυχίας θα είναι αυτή εδώ η χώρα.
Έτσι, λοιπόν, κάντε ό,τι μπορείτε, ως ενεργοί πολίτες της Ευρωπαϊκής ένωσης, για να συμβάλετε, στο μέτρο του δυνατού, ο καθένας και η καθεμιά για να πετύχει αυτό το ευρωπαϊκό πείραμα.
Και, τέλος, κάτι άλλο.
Σίγουρα, πρέπει να αλλάξει η Ευρώπη.
Αλλά πιστεύω ότι πριν αλλάξει η Ευρώπη, πρέπει να αλλάξουμε την Ελλάδα.
Πρέπει, επιτέλους, να 'μαστε ειλικρινείς, να κοιταχτούμε στον καθρέφτη, να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, να δούμε τι δεν πάει καλά σε αυτήν τη χώρα, να προσπαθήσουμε να απελευθερώσουμε τη χώρα από τα δεσμά της.
Μόνον όταν θα αρχίσουμε να αλλάζουμε την Ελλάδα, θα έχουμε αποκτήσει αξιόπιστο και σοβαρό λόγο για το πώς θα αλλάξει η Ευρώπη.
Σας ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)
Ας μιλήσουμε για τις ιδέες.
Οι ιδέες είναι ζωντανές.
Έρχονται σε εμάς μέσα από ερωτήσεις, εικόνες, συμπτώσεις, ακόμα και όνειρα.
Είναι ελκυστικές.
[Ιδέα] Μας ενθουσιάζουν, μας οδηγούν σε υπέροχους δρόμους, οι οποίοι είναι γεμάτοι προκλήσεις και γεμάτοι αναπάντεχες εξελίξεις.
Μας δίνουν δύναμη, αλλά έχουν και αυτές τη δικιά τους δυναμική.
Μια δυναμική που τις βοηθάει να εξελίσσονται και να επηρεάζουν όλο και περισσότερο κόσμο, ο οποίος τις ανατροφοδοτεί και έτσι διατηρείται αμείωτος ο ενθουσιασμός και η έμπνευση που αποπνέουν.
Παρόλο που ετοίμασα έναν λόγο και τον πρόφερα, εύχομαι, αρκετά καλά για να σας τον πω σήμερα, είμαι σίγουρος ότι οι ιδέες και οι συνειρμοί που έρχονται πιθανότατα θα αποκλίνω από αυτό που ήθελα να πω, αλλά ας ξεκινήσω και θα δούμε.
Ο Γερμανός φιλόσοφος Έντμουντ Χούσερλ είχε περιγράψει ότι ο κάθε άνθρωπος είναι το κέντρο του κόσμου.
Και αυτό γιατί αντιλαμβάνεται τον κόσμο με αυτόν ως αφετηρία και ως μέτρο σύγκρισης.
Αυτό που περιγράφει το σημείο «νουλ πουνκτ», όπως το ονόμασε, είναι ότι κάθε άνθρωπος έχει μια τελείως προσωπική εικόνα του κόσμου, η οποία περνάει μέσα από το συναισθηματικό ή λογικό του φίλτρο.
Θα μπορούσαμε ως Έλληνες να πούμε: ανάμεσα στον Απολλώνιο και Διονυσιακό εαυτό του.
Αυτή η ισορροπία ανάμεσα στις δύο πλευρές μας σταδιακά έχει αρχίσει να υποχωρεί.
Και αυτό γιατί αρχίζει να κυριαρχεί η λογική.
Παρόλο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο κυρίως με το βίωμα -δηλαδή περιγράφουμε μια απόσταση, όχι σε μέτρα, αλλά σε πόσα λεπτά κάνουμε να την περπατήσουμε- παρά ταύτα προσπαθούμε όλα να τα εκλογικεύσουμε.
Θα μπορούσαμε να πούμε: να τα τετραγωνοποιήσουμε.
Οι ιδέες που με έφεραν σήμερα εδώ αφορούν την αρχιτεκτονική, αλλά ιδιαίτερα μια αρχιτεκτονική, η οποία προσπαθεί να ικανοποιήσει τις συνθήκες του σύγχρονου και μελλοντικού ανθρώπου, αλλά μέσα από τη γεφύρωση του συναισθήματος και της λογικής, από τον βιωματικό με τον μετρικό χώρο.
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι δραστήριος.
Αυτό το καταλαβαίνουμε από τους έντονους ρυθμούς ζωής και πολλές φορές από τη συχνή αλλαγή του τρόπου της ζωής μας.
Η καθιερωμένη αρχιτεκτονική ακινησία δε μοιάζει να ικανοποιεί αυτή τη συνθήκη.
Και για αυτό η πρώτη ιδέα, για την οποία θα σας μιλήσω, είναι η ευελιξία.
Η ευελιξία δεν είναι κάτι καινούριο - και εγώ προσωπικά πολλές φορές την είχα εφαρμόσει μέσα σε ένα αρχιτεκτονικό πλαίσιο, είτε σαν έρευνα, είτε σαν πρακτική.
Αλλά την πραγματική της διάσταση την κατάλαβα από μία άλλη ενασχόληση.
Ως σκηνογράφος και βοηθός σκηνοθέτη στο ερασιτεχνικό θέατρο στο οποίο ανήκα.
Εκεί, κυρίως λόγω [μη κατανοητό], αλλά και λόγω της πρόκλησης να δημιουργηθεί το κατάλληλο περιβάλλον με το πιο μεγάλο αντίκτυπο με το μικρότερο κόστος, πολλές φορές έφτιαχνα τα σκηνικά με πολυ-λειτουργικά αντικείμενα.
Δηλαδή αντικείμενα, τα οποία ανάλογα με το πώς τοποθετούνταν στον χώρο και τι προσανατολισμό είχαν δημιούργησαν μια τελείως διαφορετική αίσθηση.
Την αίσθηση που ήταν απαραίτητη για να μεταδοθεί αυτή η αίσθηση που ήθελε η θεατρική παράσταση.
Αυτή ακριβώς τη διάσταση, δηλαδή το πώς καταλαβαίνουμε το περιβάλλον διαφορετικά, θεώρησα ότι ως βασικό στοιχείο της μεταβλητότητας, ήταν κάτι που έψαξα και νομίζω κατανόησα αρκετά ώστε να με οδηγήσει σταδιακά στη δημιουργία μιας θεωρίας που βελτιστοποιούσε τη χρήση του χώρου στον χρόνο.
Δηλαδή, μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το χώρο όσο καλύτερα γίνεται στο χρόνο, ώστε να μην έχουμε σπατάλη σε αυτό.
Αυτό ονομάστηκε spatial economy ή χωρική οικονομία.
Η ενασχόληση όμως με το θέατρο, η αλήθεια είναι με οδήγησε έτσι σε κάτι άλλο, το οποίο με απασχολούσε: Τη θέση του ανθρώπου στην αρχιτεκτονική.
Η θέση του ανθρώπου, θεωρητικά, είναι στο επίκεντρο στον σχεδιασμό.
Παρά ταύτα, αυτό που διαπίστωσα είναι ότι περισσότερο συμμετέχει ως διαστάσεις.
Και όχι ως βίωμα.
Στη σκηνοθεσία και στη σκηνογραφία, βάση είναι μια δράση, μια δραστηριότητα, και ο άνθρωπος είναι πάντα επίκεντρο σε αυτό.
Ο χώρος τον συμπληρώνει.
Τον συμπληρώνει σαν έκφραση, τον συμπληρώνει σαν γενικότερη αίσθηση.
Και εδώ μου γεννήθηκε μια άλλη ιδέα.
Ότι η αρχιτεκτονική, μάλλον θα έπρεπε να ασχολείται περισσότερο με αυτή την αίσθηση, με αυτό το βίωμα, να βγαίνει μέσα από τη δραστηριότητα, και όχι με κάποιον άλλον τρόπο.
Έτσι λοιπόν, γεννήθηκε μάλλον, γιατί αυτό ήταν κάτι που ήδη λειτουργούσε- ήταν το activity-based design, δηλαδή ο σχεδιασμός βάσει της δραστηριότητας.
Αυτή είναι μια κατεύθυνση σχεδιασμού που έχει μια ποιοτική διαφορά από το συνηθισμένο σχεδιασμό.
Ότι: δεν καταλαβαίνει τη δραστηριότητα ως αποσπασματική χρήση, κάτι που οδηγεί στην εργονομία, αλλά ως σύνολο.
Ως κάτι, το οποίο έχει ένα χρονικό αποτύπωμα και διαφοροποιείται βιωματικά ανάλογα με τον χρόνο.
Αυτό το πράγμα, αυτή η διάσταση, αυτή η οπτική, σημαίνει ότι εμπλουτίζουμε το αρχιτεκτονικό ερώτημα πέραν της εργονομίας.
Με άλλα χαρακτηριστικά, έτσι ώστε η αρχιτεκτονική απάντηση να είναι καλύτερη.
Εδώ θέλω να τονίσω το εξής: Ο ρόλος της αρχιτεκτονικής είναι να δίνει απαντήσεις.
Οι απαντήσεις είναι εξαρτημένες από το πόσο καλά τέθηκαν οι ερωτήσεις.
Μια καλά διατυπωμένη ερώτηση σημαίνει μια καλύτερη απάντηση.
Και στην περίπτωσή μας: μια καλύτερη αρχιτεκτονική επίλυση.
Έτσι λοιπόν, η δημιουργία μιας μεθοδολογίας, η οποία εμπλουτιζόταν με περισσότερα ζητήματα, για τα οποία ο χώρος θα έπρεπε να απευθυνθεί, οδηγούσαν στο να σχηματοποιηθούν οι χωρικές ανάγκες γύρω από μία δραστηριότητα, να προσδιοριστούν καλύτερα, έτσι ώστε η αρχιτεκτονική να έρθει να τις ντύσει.
Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε η λογική του δυναμικού κτιριολογικού προγράμματος, το οποίο οδήγησε με τη σειρά του στη δημιουργία μιας διαδικτυακής πλατφόρμας, όπου οι άνθρωποι, μέσω ενός application που ήδη πιθανότατα χρησιμοποιούν, όπως το Google Calendar, να μπορούν να περνάνε τις δραστηριότητες που έχουν και έτσι να αντιλαμβάνονται καλύτερα τις χωρικές τους ανάγκες ή τι είδους χώρους χρειάζονται για να γίνουν αυτές καλύτερα.
Και με αυτόν τον τρόπο, καταρχήν, να αξιολογήσουν τους υπάρχοντες χώρους που έχουν, αλλά και να προσδιορίσουν καλύτερα τους μελλοντικούς βάσει των μελλοντικών τους αναγκών.
Αυτή βέβαια η εφαρμογή, δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν δεν έχουμε διάχυτη πληροφορία.
Ανήκω στη γενιά που έζησα όλο το πέρασμα στη σημερινή ψηφιακή κουλτούρα, ας την πούμε.
Ήμουν 13 χρονών όταν βγήκαν οι πρώτοι προσωπικοί υπολογιστές και ήμουν, ίσως από τους πρώτους, που ασχολήθηκαν με αυτό.
Μάλιστα, μια δραστηριότητα που ήταν κρυφή, καθώς δεν ήταν πολύ δημοφιλής εκείνη την εποχή επειδή είχαμε τις κοπέλες.
Και έζησα όλο το πέρασμα πώς σιγά σιγά άρχισαν να ασχολούνται όλοι.
Μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό, που με κάτι φίλους μου από παλιά συζητούσαμε ότι μάλλον θα πρέπει να σταματήσουμε να ασχολούμαστε γιατί αυτή η αποδοχή η μαζική είναι περίεργη.
Το ζήτημα είναι ότι αυτά τα δύο, δηλαδή αυτή η ψηφιακή εποχή έφερε σε όλους δύο, ας πούμε, βασικές έννοιες στη ζωή μας.
Αυτή του αυτοματισμού και αυτή της διασύνδεσης.
[αυτοματισμός + διασύνδεση] Ο αυτοματισμός είναι κάτι που γίνεται για εμάς χωρίς τη συνδρομή μας.
Δηλαδή είναι κάτι που θεωρείται επωφελές, έχει προγραμματιστεί με αυτόν τον τρόπο να συμβαίνει χωρίς εμείς να ξοδεύουμε χρόνο και ενέργεια Η διασύνδεση, από την άλλη, είναι η ικανότητα, με ποικίλους τρόπους, επικοινωνίας της σύνδεσης με απομακρυσμένους ανθρώπους και μέρη.
Αυτά τα δύο είναι τόσο έντονα σήμερα, τόσο διαδεδομένα, τόσο δεδομένα, που η απουσία τους πραγματικά μάς είναι δυσάρεστη.
Αυτό σημαίνει ότι οι δύο αυτές τεχνολογίες είναι απόλυτα λογικό να είναι ενσωματωμένες στο χώρο.
Δηλαδή: είναι ένα λογικό επόμενο βήμα και αυτό οδηγεί στη ρομποτική αρχιτεκτονική.
Η ρομποτική αρχιτεκτονική έρευνα που έχω κάνει και η ασχολία μου με αυτήν- μού έδειξε με σαφήνεια και βεβαιότητα ότι είναι εφαρμόσιμη.
Δηλαδή τα τεχνικά προβλήματα που θεωρούσα, στην εφαρμογή της φαίνονταν ότι όλα λύνονται και πραγματικά λύνονται.
Ήμουν ενθουσιασμένος με αυτό.
Στην ουσία είναι το απόγειο της μεταβλητότητας στην αρχιτεκτονική.
Ωραία; Είναι πραγματικά ο συνδυασμός πολλών ιδεών με διαφορετικές αφετηρίες που ήρθαν και συμπλήρωσαν ένα γρίφο, ένα παζλ, το οποίο θεώρησα ότι είχε ολοκληρωθεί, δηλαδή, είτε από άποψη θεωρίας, μεθοδολογίας ή εφαρμογής, είχαν στηθεί όλα τα κομμάτια ώστε η ρομποτική αρχιτεκτονική να είναι εφαρμόσιμη.
Οπότε θεωρούσα ότι μια μεγαλύτερη ιδέα είχε σχηματοποιηθεί και είχε ολοκληρωθεί.
Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος για αυτό που έγραψα και ένα βιβλίο πάνω σε αυτό.
Το θέμα είναι όμως, ότι όπως σας είπα πριν, οι ιδέες είναι ζωντανές.
Και αυτό ήρθε να μου το αποδείξει κάτι απλό, μια πόρτα.
Θα μου πείτε, τι έκανε μια πόρτα; Άνοιξε.
Θα μου πείτε, τι περίμενες από μια πόρτα; Έλα ντε!
Αυτό σκέφτηκα και εγώ.
Το θέμα είναι ότι αυτή η πόρτα όταν άνοιξε ενώ δούλευα και ήμουν απορροφημένος, ενοχλήθηκα, ενοχλήθηκα αρκετά.
Μάλιστα στον βαθμό που αυτό άρχισε να με προβληματίζει γιατί συνέβη και ξαφνικά νομίζω ότι μου ήρθε ίσως μία από τις πιο σημαντικές ιδέες που είχα σε αυτόν τον τομέα.
Δηλαδή, ότι αν και κάτι θεωρείται χρήσιμο, αναμενόμενο, ακόμα και να έχουμε ζητήσει εμείς να συμβεί, αν συμβεί σε λάθος χρονική στιγμή, είναι δυσάρεστο.
Δεν έχει σημασία τι είναι αυτό.
[το παράξενο] Και αυτό, ξαφνικά, μου χτύπησε εκείνο το καμπανάκι σε κάτι, που κατά μια έννοια υπόβοσκε, αλλά δεν το έβλεπα.
Δηλαδή ότι ενώ η ρομποτική αρχιτεκτονική δείχνει να έχει τόσα οφέλη, γιατί δεν είναι διαδεδομένη περισσότερο; Και κατάλαβα γιατί μπορεί να είναι ενοχλητική.
Αυτό που κάνει την επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων μη ενοχλητική και ευχάριστη, είναι η ιδιότητα της ενσυναίσθησης και της κατανόησης.
Η ιδιότητα δηλαδή, να καταλάβουμε, να διαβάσουμε μια κατάσταση και να προσαρμόσουμε τη συμπεριφορά μας ώστε να είναι συμβατή με αυτήν την κατάσταση.
Αν κάποιος δεν έχει αυτή την ικανότητα, συμπεριφέρεται ακριβώς το ίδιο ή παρόμοια σε όλες τις πιθανές καταστάσεις, τότε δημιουργείται μια αμηχανία που οδηγεί με τη σειρά της στην υποβίβαση της επικοινωνιακότητας.
Δυστυχώς τα ρομποτικά συστήματα έχουν μια προβλεπόμενη και συνήθως όμοια συμπεριφορά.
Και αυτό μπορεί να είναι εξαιρετικό αν είναι να έχουμε μια χρήση με επαναλαμβανόμενο καθήκον, όπως να συναρμολογείς κάτι ή να βιδώνεις μια βίδα 24 ώρες το 24ωρο, αλλά όταν έχεις να κάνεις με ανθρώπους, αυτό είναι προβληματικό, γιατί οι άνθρωποι αλλάζουν συχνά και διάθεση και συμπεριφορά.
Και προκειμένου να είσαι ευχάριστος, θα πρέπει να το ακολουθείς.
Η ενσωμάτωση ενσυναίσθησης και κατανόησης στα γνωσιακά χαρακτηριστικά ενός ρομποτικού συστήματος, γέννησε στην ουσία την -ας πω- μεθοδολογία σχεδιασμού ή ενσωμάτωση τεχνολογίας στην αρχιτεκτονική, Sensponsive, που προέρχεται από τη λέξη sensibility, που σημαίνει ενσυναίσθηση με κατανόηση, και responsive που σημαίνει ανταπόκριση.
Ένα τέτοιο σύστημα, λοιπόν, δε θα αντιδράσει ποτέ σε μία κατάσταση αν πρώτα δεν καταλάβει τη διάθεση των ανθρώπων στο χώρο.
Φυσικά, ένα σύστημα που πραγματικά θα κατανοεί πλήρως όλες τις καταστάσεις απέχει πολύ από τις δυνατότητές μας.
Αυτό όμως που μπορούμε να κάνουμε και πάνω σε αυτό δουλεύουμε, είναι ανάλογα με τη δραστηριότητα που θέλουμε να ωφελήσουμε μέσα από την αρχιτεκτονική μας, μελετάμε τους κυρίαρχους παράγοντες.
Εκείνους τους παράγοντες δηλαδή, που την ωφελούν πιο άμεσα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτής της εφαρμογής, πέραν δηλαδή της ικανότητας να καταλαβαίνει τον άνθρωπο, είναι η διακριτικότητα, δηλαδή αυτό που είπαμε πριν ότι η συμπεριφορά πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να είναι κατάλληλη στις συνθήκες.
Αυτό σημαίνει, λοιπόν, ότι το σύστημα προσπαθεί να έχει την κατάλληλη συμπεριφορά, ώστε να είναι το λιγότερο ενοχλητικό.
Να ελαχιστοποιήσει αυτή τη διάσταση και να είναι όσο το δυνατόν μόνο ωφέλιμο.
Τώρα θα μου πείτε πού το εφαρμόζουμε; Και πώς; Αυτή τη στιγμή έχουμε δύο βασικές κατευθύνσεις, στις οποίες δουλεύουμε σε αυτή τη θεωρία.
Η μία αφορά την ενίσχυση της μάθησης.
Στόχος είναι η δημιουργία ενός πρωτότυπου χώρου διαλέξεων, όπου ο ακροατής μπορεί να διατηρεί την προσοχή του για περισσότερη ώρα και να μπορεί να μαθαίνει περισσότερα από τη διάλεξη.
Αυτό το πετυχαίνουμε καθώς παρακολουθούμε δύο κρίσιμες παραμέτρους: Η μία είναι της προσοχής και η άλλη είναι της εγρήγορσης.
Όταν ο βαθμός αυτών των δύο έχει πέσει αρκετά ώστε καταλαβαίνουμε ότι πιθανότατα οι ακροατές παίρνουν το λιγότερο από αυτή τη διάλεξη, τότε ενεργοποιείται ένα σύστημα διακριτικών παρεμβάσεων στο χώρο, τις οποίες έχουμε επιβεβαιώσει πειραματικά στο εργαστήριο, ότι όταν συμβούν, ενεργοποιούν το κοινό και αναζωογονούν την προσοχή.
Έτσι με αυτή τη Sensponsive παρέμβαση καταφέρνουμε οι ακροατές μιας διάλεξης να πάρουν ό, τι περισσότερο έχει να δώσει αυτή και το μόνο που μένει είναι η ίδια η διάλεξη να το δώσει.
Η άλλη κατεύθυνση έχει να κάνει με κάτι μεικτό.
Έχει να κάνει με την έννοια της κατοίκησης και με την έννοια της ψυχολογικής ισορροπίας.
Στόχος αυτής της έρευνας ήταν πώς μπορούμε να αναιρέσουμε τις αρνητικές επιπτώσεις του ήπιου στρες και κατάθλιψης, πολλές φορές, που προκαλείται από τους έντονους ρυθμούς ζωής και εργασίας του σύγχρονου κόσμου.
Για διάφορους λόγους, αυτή η έρευνα εστιάστηκε τελικά πιο πολύ σε ακραία περιβάλλοντα και έτσι βρεθήκαμε να μελετάμε και να κατασκευάζουμε λειτουργικά πρωτότυπα ενός θαλάμου διαβίωσης για τους αστροναύτες στο διεθνή διαστημικό σταθμό.
[μη κατανοητό] Ο στόχος αυτού του συστήματος ήταν να καταλάβει τη διάθεση των ανθρώπων μέσα, έτσι ώστε να αλλάξει τη διαρρύθμιση και τις περιβαλλοντικές συνθήκες, έτσι ώστε να τους βοηθήσει να ηρεμήσουν, καλύτερα, να βρεθούν σε μια ψυχολογική ισορροπία, να ξεκουραστούν περισσότερο και να αντέξουν τη συνέχεια της αποστολής τους.
Μάλιστα, αυτή η έρευνα μάς άνοιξε μια άλλη πόρτα.
Μας κάλεσαν στη ΝΑΣΑ, στο Χιούστον και ειδικότερα στο Human Research Program, καθώς αυτή είναι μία από τις ελάχιστες προσεγγίσεις που προτείνει πραγματικά μία λύση για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής ανθρώπων σε μακροχρόνιες αποστολές στο διάστημα.
Κάτι δηλαδή που είναι σχεδιασμένο για το κοντινό μέλλον.
Νομίζω ότι όλες αυτές οι ιδέες και ειδικά τα πλαίσια εφαρμογής στα οποία οδήγησαν, περιγράφουν πραγματικά ένα παράθυρο στο μέλλον.
Περιγράφουν την εφαρμογή μιας διαδραστικής αρχιτεκτονικής που σκοπό έχει να δημιουργήσει πραγματικά ωφέλιμα περιβάλλοντα, τα οποία είναι απαλλαγμένα από τις αρνητικές επιδράσεις.
Γενικά αυτό πιστεύω ότι πρέπει να είναι το όραμα της τεχνολογίας.
Η αισιοδοξία για ένα αύριο, το οποίο θεωρούμε ότι είναι καλύτερο.
Προσωπικά, προκειμένου να διατηρήσω αυτή την οπτική καθαρή, γράφω μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας.
έτσι ώστε να ζω νοητικά τους κόσμους που θα ήθελα να φτιάξω.
Αλλά το βασικό συστατικό για όλα αυτά είναι οι ιδέες.
Οι ιδέες είναι ζωντανές και πρέπει να διαχέονται.
[ιδέα] Αφήστε τις ιδέες σας να απλωθούν, να μεγαλώσουν, να εξελιχθούν, γιατί μόνο μέσα από αυτές μπορούμε να ζήσουμε τον κόσμο του αύριο, σήμερα.
Ευχαριστώ πολύ.
(Χειροκρότημα)
Καλησπέρα!
(Χειροκρότημα) Εγώ σήμερα θα ήθελα να σας μιλήσω για την αξία της αλήθειας στην καθημερινότητά μας.
Καταρχάς λέμε αλήθειες; Ας ξεκινήσουμε από εμάς εδώ σήμερα, ποιοι από εσάς θυμάστε να έχετε πει μία αλήθεια, δεν χρειάζεται να πούμε ποια, σε έναν φίλο, σε έναν σύντροφο, στον εαυτό σας, τον τελευταίο μήνα ας πούμε, για να σηκώσουμε ένα χέρι.
Ποιος έχει πει μία αλήθεια; Μπράβο λέμε αλήθειες!
Χαίρομαι, γιατί δεν ήξερα ποια θα ήταν η αντίδραση του κοινού σε αυτή την ερώτηση.
Αλλά όμως τι είναι αυτό που αποκαλούμε αλήθεια; Πολλοί έχουν ισχυριστεί ότι η αλήθεια είναι ένα καθρέφτισμα της πραγματικότητάς μας στο οποίο δεν έχουμε πάντα πρόσβαση, γιατί οι αισθήσεις μας είναι ατελείς.
Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι η αλήθεια είναι ένα προσωπικό θέμα, είναι υποκειμενική για τον καθένα από εμάς και αλλάζει με το γίγνεσθαι της ζωής μας.
Εγώ σήμερα θέλω να αναφερθώ στην αλήθεια όπως την έχει ορίσει ο Ηράκλειτος, ο οποίος μας είπε ότι το αληθές είναι το αντίθετο της λήθης, δηλαδή είναι κάτι που χρειάζεται να αποκαλυφθεί και να βγει στο φως.
Αυτή η αλήθεια συνδέεται με πολλές πτυχές της καθημερινότητάς μας, όντως, συνδέεται με την πραγματικότητα, μας αποκαλύπτει πτυχές της, εντείνει την κατανόηση και την αντίληψη του κόσμου μας, προωθεί την αυτογνωσία και την αυθεντικότητα της προσωπικής μας έκφρασης, ενώ πολύ συχνά οδηγεί στην ειλικρίνεια και στη λήψη αποφάσεων.
Στο δικό μου προσωπικό μονοπάτι η αλήθεια έχει ανέκαθεν συνδεθεί με την αρχιτεκτονική και με την πόλη.
Τώρα θα μου πείτε, τι σχέση μπορεί να έχει η πόλη με την αλήθεια; Ο θεωρητικός αρχιτέκτονας Λούις Μάμφορντ μας έχει πει ότι η τελική αποστολή της πόλης είναι να εντείνει τη συνειδητή συμμετοχή του ανθρώπου στη συμπαντική και ιστορική διαδικασία.
Αυτός ο πολλαπλασιασμός όλων των διαστάσεων της ζωής, μέσα από τη συναισθηματική ένωση, τη λογική επικοινωνία, την τεχνολογική αριστοτεχνία και πάνω από όλα τη δραματουργική αναπαράσταση, έχει υπάρξει το σημαντικότερο καθήκον της πόλης στην ιστορία.
Αυτή ρήση με έκανε να σκεφτώ ότι οι πόλεις μας λειτουργούν περίπου σαν επιταχυντές, δηλαδή επιταχύνουν διαδικασίες, σχέσεις, γεγονότα, μέσα στα οποία υπάρχουμε εμείς, με τις αξίες μας και με τον τρόπο ζωής μας, δηλαδή οι πόλεις δημιουργούν αλυσιδωτές αντιδράσεις που αυξάνουν τη συνειδητότητά μας.
Το ενδιαφέρον εδώ είναι ο τρόπος.
Ο Μάμφορντ μας λέει ότι αυτό συμβαίνει μέσα από τη συναισθηματική ένωση, τη λογική επικοινωνία, την τεχνολογική αριστοτεχνία και τη δραματουργική αναπαράσταση.
Εγώ σήμερα θα επικεντρωθώ περισσότερο στην τεχνολογική αριστοτεχνία και τη δραματουργική αναπαράσταση όπως τα έχω συναντήσει μέσα από τη δουλειά μου.
Πριν μιλήσουμε όμως για τεχνολογική αριστοτεχνία, θέλω να πάμε ένα βήμα πίσω και να δούμε λίγο τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε.
Σύμφωνα με τους θεωρητικούς αρχιτέκτονες Μπέατριζ Κολομίνα και Μαρκ Γουίγκλι στο βιβλίο τους «Are we Human?», υποστηρίζουν ότι τα εργαλεία που φτιάχνουμε τελικά φτιάχνουν εμάς.
Ισχυρίζονται, ξεκινώντας από τη θεωρία του Δαρβίνου, ότι το ανθρώπινο χέρι είναι αυτό που προσαρμόστηκε στα εργαλεία του, και όχι το αντίθετο.
Δηλαδή ουσιαστικά η σχέση μας με την τεχνολογία είναι αμφίδρομη, και συνεχίζουν λέγοντας ότι οι ανθρώπινες δημιουργίες είναι επιφάνειες διεπαφής, τις οποίες όσο τις διαμορφώνουμε μας διαμορφώνουν.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το κινητό μας τηλέφωνο, που όλοι το γνωρίζετε, ίσως έχετε παρατηρήσει ότι οι αλλαγές στον σχεδιασμό της συσκευής με τα χρόνια έχουν αλλάξει και τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε, τις συνήθειές μας, έχουν αλλάξει ακόμα και το βλέμμα μας και το περπάτημά μας, άρα μία τεχνολογική συσκευή μπορεί να μας αλλάξει.
Πώς αντιστρέφουμε αυτή τη διαδικασία; Πώς θα μπορούσαμε να επηρεάσουμε αυτή τη σχέση; Αν πιθανώς σχεδιάζαμε εμείς το κινητό μας τηλέφωνο και τις εφαρμογές του; Τι θα γινόταν αν εμείς σχεδιάζαμε όλα μας τα τεχνολογικά εργαλεία; Αυτό το ερωτηματικό, μαζί με πολλά άλλα, ήρθε να απαντήσει το Maker Movement.
Το Maker Movement είναι ένα κίνημα που έχει σαν στόχο την εκδημοκράτηση της τεχνολογίας μέσα από τη δημιουργία ελεύθερου λογισμικού και υλισμικού.
Πριν από περίπου 15 χρόνια σε χώρους όπως τα hacker spaces, Maker spaces και άλλες online κοινότητες, ομάδες εφευρετών, ερευνητών, προγραμματιστών, άρχισαν να μοιράζονται τεχνολογικές πλατφόρμες με το ευρύ κοινό και να δημιουργούν νέα τεχνολογικά εργαλεία προσβάσιμα σε όλους.
Για παράδειγμα δημιουργήθηκαν μικροεπεξεργαστές, όπως το Arduino, το Arduino lilypad, το Raspberry Pie μεταξύ άλλων, και αντίστοιχες γλώσσες προγραμματισμού με τις οποίες μπορούμε εύκολα να προγραμματίσουμε τις δικές μας εφαρμογές και να δημιουργήσουμε τα δικά μας εργαλεία.
Ουσιαστικά τι κατάφερε το Maker Movement με αυτό; Κατάφερε να φέρει νέα εργαλεία στο φως, να τα βγάλει μέσα από το μαύρο κουτί της τεχνολογίας που ήταν μέχρι σήμερα για τους περισσότερους από εμάς.
Κάτι άλλο που κατάφερε το Maker Movement είναι να αλλάξει τη σχέση μας με την τεχνολογία, την έκανε παιχνίδι, και μέσα από τον εύκολο πειραματισμό πάρα πολλοί από εμάς ήρθαμε κοντά στην τεχνολογία να παίξουμε, να πειραματιστούμε και πολλές φορές να δημιουργήσουμε καινοτόμες εφαρμογές από το πουθενά.
Ένα τελευταίο και πολύ σημαντικό στοιχείο που κατάφερε το Maker Movement είναι ότι μας έφερε κοντά.
Δηλαδή μέσα από το μοίρασμα της γνώσης, μέσα από τις offline και online κοινότητες μας έφερε κοντά να δημιουργήσουμε, και μας έμαθε να λειτουργούμε συλλογικά, σε ομάδες.
Ποια όμως η αξία των ανοιχτών τεχνολογιών στον δημόσιο χώρο, και ειδικά στον χώρο της τέχνης που με αφορά; Η πολιτική επιστήμονας Σαντάλ Μουφ μας έχει πει ότι η τέχνη στον δημόσιο χώρο χρειάζεται να αμφισβητεί τη δεδομένη τάξη πραγμάτων, το Status quo.
Όταν η τεχνολογία χρησιμοποιείται μέσα στην τέχνη, χρειάζεται λοιπόν να μην επαναλαμβάνει τις mainstream εφαρμογές, τον mainstream τρόπο που τη χρησιμοποιούμε, αλλά να χρησιμοποιείται με διαφορετικό τρόπο, για να δημιουργεί νέους συσχετισμούς.
Γιατί; Γιατί χρειαζόμαστε αυτή την πολυφωνία στον δημόσιο χώρο, γιατί προωθεί τον διάλογο μεταξύ μας.
Άρα οι ανοιχτές τεχνολογίες μας οδηγούν ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί μέσα από την προσβασιμότητα και τον πειραματισμό επιτρέπουν σε μια μεγάλη ομάδα χρηστών, ειδικών αλλά και ερασιτεχνών, να ασχοληθούν, να προτείνουν νέα νοήματα και νέες αναπαραστάσεις στον δημόσιο χώρο.
Μιλώντας για αναπαραστάσεις, ξαναγυρνάω στην ρήση του Μάμφορντ, ο οποίος μας είπε ότι είναι σημαντική η δραματουργική αναπαράσταση και για πρώτη φορά εγώ συνάντησα αυτή την έννοια όταν σπούδαζα αρχιτεκτονική εδώ, στην Αρχιτεκτονική Σχολή της Πάτρας πριν από αρκετά χρόνια και αναρωτιόμουν ποια κατεύθυνση να ακολουθήσω.
Μεταξύ των εικαστικών, του αστικού σχεδιασμού, της αρχιτεκτονικής τοπίου, ήμουν και λίγο αναποφάσιστη, κάποια στιγμή έκανα μια εργασία που έφερε στην επιφάνεια την αγάπη μου για το πολιτιστικό τοπίο, δηλαδή ήθελα να εξερευνήσω τη σχέση του ανθρώπινου σώματος και βλέμματος με τα άμεσα φυσικά και τεχνητά του περιβάλλοντα μέσα από αρχιτεκτονική μικρής κλίμακας.
Επίσης τότε είχα μια περιέργεια για την τεχνολογία και πώς μπορεί να συμμετάσχει η τεχνολογία στις εμπειρίες αυτές, οπότε πήγα στο Λονδίνο να κάνω και ένα αντίστοιχο μεταπτυχιακό.
Σε ένα από τα πρώτα μου έργα άρχισα να εξερευνώ αυτές τις αναπαραστάσεις και τη σχέση μεταξύ φυσικού και τεχνητού.
Για παράδειγμα δημιούργησα το Wind chime, που είναι μια αναπαράσταση μεταλλικής μελωδού.
Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, είναι αυτό το μουσικό όργανο που βάζουμε στη βεράντα και κάνει μια μεταλλική μελωδία όταν φυσάει ο αέρας.
Στη δική μου περίπτωση, στη δική μου εκδοχή, αντάλλαξα τους μεταλλικούς σωλήνες με τα πλαστικά τα wii remote controls τα οποία τα προγραμμάτισα ώστε να παράγουν μεταλλικούς ήχους, να τους μιμούνται και σιγά-σιγά να τους μετατρέπουν σε θόρυβο.
Μια άλλη αναπαράσταση, εξερεύνησα μέσα από το Fabrique, αυτό το έργο, στο οποίο ήθελα να εξερευνήσω τη σχέση μας με μια φύση που δεν είναι φυσική, μια μηχανική φύση, και να αμφισβητήσω ουσιαστικά την έννοια της φύσης όπως τη γνωρίζουμε, να δω τι υπάρχει από πίσω.
Το συγκεκριμένο έργο όταν ποτίζει κανείς με φως αυτές τις γλάστρες, αρχίζουν οι αλυσίδες στην οροφή να κινούνται, και στο τέλος συντονίζονται σε μια μικρή χορογραφία.
Κάποια στιγμή, μέσα στην καλλιτεχνική μου αναζήτηση, αποφάσισα να ακολουθήσω και μια άλλη οδό, αυτή του παιχνιδιού.
Το 2011 λοιπόν, με δύο συνεργάτιδες, δημιουργήσαμε το Athens Plaython.
Το Athens Plaython είναι ένα φεστιβάλ παιχνιδιών τρόμου και νέων τεχνολογιών.
Τότε στην Αθήνα είχαμε πολύ συχνά φαινόμενα βίας μέσα από πορείες στους δρόμους της Αθήνας, και συνοδεύονταν από εμπρησμούς και καταστροφές και εμείς θελήσαμε να δώσουμε μια άλλη φωνή, μια αισιόδοξη φωνή, μέσα από το παιχνίδι και τη συλλογικότητα.
Και είδαμε την πόλη μας να αλλάζει, είδαμε πάρα πολλούς, ίσως και χιλιάδες κόσμου την τελευταία ειδικά χρονιά, να έρχονται να παίξουν μαζί μας για ένα διήμερο και είδαμε τον χώρο της πόλης να αλλάζει.
Πώς έγινε αυτό; Μέσα από το παιχνίδι -- γιατί; Γιατί το παιχνίδι έχει αυτή την ιδιότητα, να μας εισάγει με ένα μαγικό τρόπο σε έναν εσωτερικό κόσμο μυθοπλασίας, δηλαδή για παράδειγμα μπορεί να μετατρέψει τον αστικό χώρο σε πεδίο μάχης, όπου διάφορες ομάδες μπορεί να διαπραγματεύονται μια γειτονιά, ή να αρχίσουν να εμφανίζονται γοργόνες, δράκοι, ιππότες και ούτω καθεξής.
Αυτός ο κόσμος μυθοπλασίας όμως δεν είναι ανεξάρτητος από τον αστικό χώρο, αντιθέτως τον εμπεριέχει.
Δηλαδή ο αστικός χώρος επαυξάνεται μέσα από το παιχνίδι, αποκτά νέες ιδιότητες, οι οποίες δημιουργούνται συλλογικά.
Οπότε εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι για μένα είναι σημαντικό αυτό το μέσο αναπαράστασης, το παιχνίδι, γιατί μας φέρνει όλους στο εσωτερικό του, και δημιουργεί συλλογικότητες.
Αργότερα δημιούργησα το εργαστήρι μου το Entropika μαζί με μια ομάδα συνεργατών, και συνεχίζουμε να δημιουργούμε διαδραστικές εγκαταστάσεις στον δημόσιο χώρο, για παράδειγμα ένα από τα έργα μας, το Cloudscapes, δημιουργεί ακριβώς την αναπαράσταση ενός φυσικού φαινομένου, του σύννεφου και της βροχής.
Ουσιαστικά προσομοιώνει τον ήχο του κεραυνού και της βροχής, και το φως της αστραπής, όταν περνούν από κάτω περαστικοί.
Ήταν άλλη μία ευκαιρία να εξερευνήσουμε πώς αυτές οι αναπαραστάσεις επηρεάζουν τον αστικό χώρο.
Μάλιστα στο συγκεκριμένο έργο μου έδειξε και μια αλήθεια μετά από πολλά χρόνια, ότι ενώ τα πρώτα έργα ήταν πιο θεωρητικά, με ιδέες που τις είχα επεξεργαστεί πάρα πολύ, και μου άρεσαν ιδιαίτερα, ένα έργο όπως αυτό, πιο απλό, με πιο απλή ιδέα αλλά με παιγνιώδη διάθεση, είχε πολύ μεγαλύτερη αμεσότητα με τον κόσμο, είχαμε παιδιά που προσπαθούσαν να το μαγέψουν φωνάζοντας άμπρα κατάμπρα, είχαμε περαστικούς που έβαζαν την κουκούλα τους, πιστεύοντας ότι θα βραχούν και είχαμε και έναν έφηβο που καθόταν κάτω από το σύννεφο, και μόλις άκουγε τον κεραυνό φώναζε συνέχεια Θορ.
(Γέλια) Στην ίδια οδό, συνεχίσαμε με τα Playstools, όπου πάλι εξερευνήσαμε λίγο τις παιγνιώδεις διαστάσεις των αντικειμένων που φτιάχναμε, και δημιουργήσαμε μια υβριδική παραλλαγή του παιχνιδιού μουσικές καρέκλες.
Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, αυτά τα σκαμπό έχουν και αυτά έξτρα ιδιότητες, δεν θα αφήναμε μόνο τα φυσικά αντικείμενα, το κάθε σκαμπό έχει δύο αισθητήρες αφής, έχουν φως, παράγουν ήχο και επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω ασύρματου δικτύου, ουσιαστικά γιατί διευκολύνουν και μπορούν να μπουν σε οποιοδήποτε χώρο έτσι.
Προσκαλούν τους παίκτες να αλληλεπιδράσουν με τα σκαμπό σε κάθε γύρο του παιχνιδιού και κερδίζει η ομάδα που κερδίζει περισσότερο σε χρώμα.
Μάλιστα το μέλλον αυτού του παιχνιδιού θέλουμε να γίνει μια ανοιχτή εκπαιδευτική πλατφόρμα όπου τα παιδιά, ίσως πιο σοφοί σχεδιαστές από εμάς, να μπορούν να ανεβάσουν τα δικά τους παιχνίδια και να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού κατά βούληση.
Σε αυτό το σημείο έβαλα και μια άνω τελεία τον περασμένο Γενάρη, γιατί αποφάσισα να πάω στη Ματέρα της Ιταλίας, όπου εργάζομαι στο Open Design School.
Το Open Design School είναι ένα πιλοτικό πρόγραμμα της πολιτιστικής πρωτεύουσας Ματέρα 2019.
Εκεί καλούμαστε να σχεδιάσουμε δομές για το δημόσιο χώρο, οι οποίες να εξυπηρετούν όλες τις πολιτιστικές εκδηλώσεις για αυτή και την επόμενη χρονιά.
Οι δομές αυτές μπορεί να είναι κερκίδες, stand για πληροφορίες, θεατρικά σκηνικά και ούτω καθεξής.
Το ενδιαφέρον και εδώ είναι ότι και πάλι χρησιμοποιούμε ανοιχτά εργαλεία σχεδιασμού, δηλαδή μέσα από τη φιλοσοφία των Open structures αν γνωρίζετε, αν δεν γνωρίζετε τι είναι, είναι μια online πλατφόρμα, μια ιστοσελίδα και μια κοινότητα όπου μπορεί ο καθένας να μοιραστεί τα σχέδιά του, ελεύθερα χωρίς copyright, με την υπόλοιπη κοινότητα, και ο καθένας μπορεί να τα εξελίξει και να τα ξαναμοιραστεί online.
Το δεύτερο ενδιαφέρον είναι ότι και εδώ καλούμαστε να σχεδιάσουμε μέσα από το παιχνίδι και τον πειραματισμό, με ακολουθεί και αυτό.
Δηλαδή δεν καλούμαστε να σχεδιάσουμε τις γνωστές κατασκευές, όπως κερκίδες που να μοιάζουν με κερκίδες, αυτό μπορεί να το κάνει οποιοσδήποτε.
Καλούμαστε να διερευνήσουμε μέσα από τον πειραματισμό και να σχεδιάσουμε μυστηριώδη, παιγνιώδη αντικείμενα, που να δημιουργούν ερωτηματικά στους κατοίκους και στην πόλη, να μην δίνουν άμεσα τις απαντήσεις.
Άρα σε όλη μου την πορεία έχω δει ότι επιστρέφω πολύ συχνά στην αρχική ερώτηση του Μάμφορντ, για το ποια είναι η τεχνολογία που χρειαζόμαστε, ποια είναι η τεχνολογική αριστοτεχνία, και ποιες είναι οι αναπαραστάσεις που χρειαζόμαστε στην πόλη; Και η προσωπική απάντηση που έχω δώσει είναι ότι η τεχνολογική αριστοτεχνία που χρειαζόμαστε πρέπει να είναι ανοιχτή και προσβάσιμη από όλους.
Όσο για τις αναπαραστάσεις, έχω δει ότι χρειάζεται πολλές από αυτές να είναι συμμετοχικές, συλλογικές και να μας καλούν να παίξουμε μαζί τους.
Φυσικά αυτή είναι η δική μου απάντηση, είναι η δική μου αλήθεια, και δεν χρειάζεται ο καθένας από εμάς να ασχολείται με την τέχνη και τεχνολογία για να δει την αξία της αλήθειας μέσα στην πόλη.
Ο Μάμφορντ στην αρχή, αν θυμάστε, είχε πει ότι η αλήθεια στην πόλη αναδύεται και μέσα από τη συναισθηματική ένωση και τη λογική επικοινωνία.
Άρα οι πόλεις μας είμαστε εμείς, και ανεξάρτητα από την ιδιότητα του καθενός, ο καθένας μας μπορεί να συνεισφέρει με αλήθεια στη συλλογική μας ζωή.
Άρα σήμερα θα ήθελα να σας προσκαλέσω να μοιραστείτε μια αλήθεια με τον συνάδελφο, με τον σύντροφο, με έναν φίλο, αλλά πριν από όλα, θα ήθελα να σας προσκαλέσω να μοιραστείτε μια αλήθεια με τον εαυτό σας.
Ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)
Επειδή είμαι παλιάς κοπής, παίρνω το μικρόφωνο και όχι αυτό που βάζουν στο αυτί.
Περιττό να σας πω, επειδή βλέπω πάρα πολλούς νέους και ξέρω πως έχουνε περάσει πανελλήνιες, αισθάνομαι κι εγώ απόψε, και έχω το ίδιο τρακ, σαν να έχω να περάσω πανελλήνιες.
Παρόλα αυτά, προτιμώ όσο χρονών είμαι παρά να είμαι 18 και να έχω να περάσω πανελλήνιες στην Ελλάδα.
(Γέλια) (Χειροκρότημα) Θα σας πω μια ιστορία, ένα παραμύθι που 'χει πολλές αφετηρίες.
Πολλοί έχουν μια αφετηρία στη ζωή τους.
Εγώ, δεν ξέρω γιατί, μου πέσανε πάρα πολλές και κάθε φορά άρχιζα από έναν καινούριο δρόμο.
Απ' ό,τι θυμάμαι τον εαυτό μου τον θυμάμαι στη Σάμο, ενώ δεν γεννήθηκα στη Σάμο, αλλά πήγα τριών χρονών με την αδερφή μου που ήταν ενάμιση χρόνο πιο μεγάλη από εμένα, γιατί είχε πάθει η μητέρα μας φυματίωση και μας στείλανε στον παππού μου και στη μεγάλη της αδερφή.
Για μένα όλος ο κόσμος ήτανε η Σάμος, αυτή ήταν η Ελλάδα.
Τα πεύκα, η θάλασσα, ο παππούς -- που νομίζαμε ότι είναι αρχαίος Έλληνας γιατί ήταν καθηγητής αρχαίων ελληνικών, ήταν σε σύνταξη -- μόνο για αρχαίους μας μιλούσε, μας έλεγε μύθους και νιώθαμε ότι αυτός είναι ένας ευτυχισμένος τόπος που δε θέλαμε καθόλου να τον χάσουμε.
Και εκείνο που, κυρίως, βλέπαμε είναι ότι μέσα στη ζωή όπως βάζεις τα παπούτσια σου το πρωί έτσι πρέπει να πάρεις και ένα βιβλίο.
Γιατί πάντα βλέπαμε τον παππού μας να κρατάει ένα βιβλίο στο χέρι.
Όταν έφυγε ο παππούς μας νόμιζα ότι πήρε τα πάντα μαζί του κι ήτανε μια καινούρια αφετηρία.
Σε λίγο πήγαμε στην Αθήνα, πήγαμε σχολείο και στο σχολείο ένιωσα το πρώτο πράγμα που είναι η φιλία· έγινα φίλη με τη Ζορζ Σαρί και ως την τελευταία της στιγμή, που έφυγε για πάντα, μείναμε φίλες.
Και αυτό, παιδιά, στους νέους σας το λέω, ότι η φιλία παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή.
Στο σχολείο άρχισα να διαβάζω και μάλιστα, με την αδερφή μου μας άρεσε πάρα πολύ να διαβάζουμε ποίηση και κυρίως ποιήματα λυπητερά: του Παλαμά το «Άφκιαστο κι αστόλιστο του Τάφου δε σε δίνω».
Του Πολέμη... και κλαίγαμε, τα διαβάζαμε το βράδυ και κλαίγαμε.
Και έτσι κάτι μου πήγε μέσα μου, μήπως γράψω και εγώ ποίημα.
Η μητέρα μου είχε έναν δίδυμο αδερφό, έναν πανέμορφο -και εξωτερικά και εσωτερικά- άνθρωπο.
Ήτανε καθηγητής μαθηματικών και αρραβωνιάστηκε μια κοπέλα που πολύ μας κακοφάνηκε εμάς γιατί τον θεωρούσαμε -εμένα ήταν και νονός μου- ότι ανήκε σ' εμάς.
Αυτή την κοπέλα τη λέγανε και Διδώ από πάνω, είχε λίγο στραβή μύτη, αλλά είχε κάτι μάτια που έβγαζαν φλόγες.
Αυτή η Διδώ έγινε η μεγάλη μας συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου.
Και μπορεί πολλοί να τη γνώρισαν σαν συγγραφέα, αλλά όποιος δεν την έχει γνωρίσει σαν άνθρωπο έχει χάσει πολλά.
Στον γάμο της τής έγραψα ένα ποίημα.
Χαμογέλασε, αλλά όταν κοίταξα τα μάτια της μου φάνηκαν τόσο λυπημένα και πήρα απόφαση στη ζωή μου ότι δε θα γίνω ποιήτρια.
(Γέλια) Λοιπόν, θα σας πω παιδιά το ποίημα γιατί πέρασαν 82 χρόνια και στις Βρυξέλλες που μένω συχνά, στην κόρη μου, μου ήρθε ένα βράδυ στο νου.
Θα σας το πω για να καταλάβετε από τι γλίτωσε η ποίηση, από τι γλιτώσατε εσείς και εγώ.
«Την αυγή με τη δροσούλα, νονά μου αγαπημένη, 'κει που πήγα με τη βαρκούλα λίγο για να κολυμπήσω είδα έναν άσπρο γλάρο που πετούσε χαρωπά τρέξε μου 'πε για να πάεις στη νονά σου τη Χαρά, τρα λα λα, τρα λα λα» (Γέλια) (Χειροκρότημα) Νομίζατε πως έχασα; Ότι μπορούσα να γίνω ποιήτρια; Όχι νομίζω, ναι.
Και είμαι πολύ χαρούμενη που δεν έγινα.
Ξέχασα να σας πω ότι στο σπίτι του παππού στη Σάμο, στο σαλόνι, υπήρχε μια βιτρίνα και μέσα ήταν ένας τίγρης, το «καπλάνι».
Έτσι το 'λεγαν στη Σάμο και νόμιζα και εγώ πως το ξέρουν όλοι στην Ελλάδα όταν έγραφα το βιβλίο «Το Καπλάνι (της Βιτρίνας)».
Ούτε το Καπλάνι ήξερε τότε, ούτε εγώ, τι ρόλο θα παίξουμε στη ζωή μας και οι δύο.
Με τη Διδώ μάθαμε πολλά πράγματα, μας έκανε να θέλουμε να αγαπάμε κάτι, να ενδιαφερόμαστε για κάτι, να διαβάζουμε βέβαια.
Ήρθε ο πόλεμος και η Διδώ μας έβαλε στην αντίσταση.
Και η πρώτη μας αντιστασιακή πράξη που κάναμε - και μας έλεγε η Διδώ, «Μη νομίζετε ότι δεν είναι τίποτα, είναι κάτι σπουδαίο».
Όσο έλειπε ο πατέρας μου στην τράπεζα που δούλευε το πρωί και γύριζε το μεσημέρι το σπίτι μας γινότανε γιάφκα.
Έφερνε η Διδώ τις γυναίκες της αντίστασης: την Ηλέκτρα που εκτέλεσαν οι Γερμανοί, τη Μέλπω Αξιώτη, τη Ζέβγου, τη Σβώλου.
Συνεδρίαζαν και όταν έφευγαν -γιατί κάπνιζαν σαν τεκέδες- η αντιστασιακή μας πράξη με την αδερφή μου ήταν να ανοίγουμε την μπαλκονόπορτα, να αερίζουμε να φύγει η μυρωδιά του καπνού μη γυρίσει ο πατέρας μας σπίτι και δει ότι ήτανε μια τέτοια κατάσταση.
Οργανωθήκαμε στην ΕΠΟΝ και έτσι που θυμόμαστε τώρα, και πολλές φορές με τη Ζώσω, όσο ζούσε, καθόμασταν και λέγαμε, «μην το πούμε πουθενά ότι τα χρόνια της κατοχής ήταν ευτυχισμένα χρόνια».
Γιατί πιστεύαμε σε κάτι, γιατί είχαμε ένα όραμα, γιατί πιστεύαμε ότι πραγματικά και εμείς βοηθούμε να απελευθερωθεί η Ελλάδα.
Και είχαμε ένα όραμα που λέγαμε, όταν τελειώσει η κατοχή θα ζήσουμε αυτό το όραμά μας.
Τώρα αν δε μας βγήκε είναι άλλο... Στην κατοχή πήγαινα στο σχολείο της Αηδονοπούλου και είχαμε μια καθηγήτρια στα τεχνικά που ήθελε να μας βγάλει από αυτή τη θλίψη και τη μαυρίλα και την πείνα και να πάει ο νους μας να σκεφτόμαστε άλλα πράγματα και μας λέει «Παιδιά...» -αυτή είχε σπουδάσει στη Γαλλία στη σχολή καλών τεχνών- «...θα κάνουμε κουκλοθέατρο».
Μου λέει, «Εσύ τι ξέρεις να κάνεις;» Λέω, «Τίποτα».
Με ρώτησε πώς με λένε, «Α», μου λέει, «εσύ είσαι η Άλκη ΖέηΚαι λέω, «Ναι».
Γιατί στο περιοδικό του σχολείου είχε δημοσιευθεί ένα μικρό κομματάκι δικό μου.
Δημήτρης Καλαβρός-Γουσίου: Χίλια συγγνώμη.
Άλκη Ζέη: Θα μου το κρατάτε; ΔΚΓ: Ναι.
(Γέλια) (Χειροκρότημα) Μου λέει, «Τότε να γράψεις έργα για το κουκλοθέατρο».
Και κάθισα πολύ απλά και έγραψα έργα για το κουκλοθέατρο, τα οποία παίζαμε, και μια μέρα μας λέει, «Τώρα κοιτάξτε να είστε πολύ καλές γιατί θα έρθουν κάποιοι φίλοι»· γιατί ήταν τα παιδιά του σχολείου που τα βλέπανε.
Αυτή είχε πολύ φίλο τον Εμπειρίκο και μας έφερε, ούτε λίγο πολύ, τον Εμπειρίκο, τον Ελύτη, τον Μάριο Πλωρίτη.
Ο οποίος Μάριος Πλωρίτης έφερε έναν φίλο του που ήτανε, μαζί με τον Κουν, από τους ιδρυτές του θεάτρου Κουν, που τον έλεγαν Γιώργο Σεβαστίκογλου και έγινε ο μετέπειτα σύντροφός μου.
Και η αδελφή μου για καιρό μου έλεγε, «Με ποιον θα βγεις, πάλι με αυτόν με το άσχημο επίθετο;».
(Γέλια) Ο Εμπειρίκος ενθουσιάστηκε με το κουκλοθέατρο.
Και εμείς δεν νομίζαμε ότι κάναμε κάτι σπουδαίο.
Απλούστατα το αγαπούσαμε αυτό το πράγμα που κάναμε.
Και όταν αυτοί που τους είχαμε, οι σπουδαίοι άνθρωποι, οι ποιητές, -οι οποίοι ήτανε πολύ απλοί και μας φερόντανε πολύ φιλικά- μας κάλεσαν να πιούμε καφέ στου Λουμίδη, και από τότε πηγαίναμε συχνά και ακούγαμε.
Και ήταν κι άλλα κορίτσια, δεν ξέρω γιατί κορίτσια και όχι αγόρια, δεν πήγαιναν.
Και τους ακούγαμε, έτσι, με μεγάλη χαρά και μαθαίναμε πράγματα.
Δηλαδή, πιο πολλά μάθαμε από αυτούς, παρά από το πανεπιστήμιο.
Στην ΕΠΟΝ κάναμε και πάρτι ολονύχτια γιατί δεν μπορούσαμε να γυρίζουμε αργά στα σπίτια, απαγορευότανε η κυκλοφορία.
Και βάζαμε ένα γραμμόφωνο, κάναμε ότι χορεύαμε για να μπορούμε να τυπώνουμε παράνομες εφημερίδες, τύπο, προκηρύξεις και άλλα.
Βέβαια, εν τω μεταξύ χορεύαμε κιόλας, φλερτάραμε κιόλας.
Στο πιάνο έπαιζε όλη τη νύχτα ένα παιδί με ένα μακρύ κασκόλ και του βάζαμε στο στόμα μαύρες σταφίδες για να μη πεινάει όλη νύχτα.
Και αυτό το παιδί ήταν ο Μάνος Χατζηδάκης.
(Χειροκρότημα) Η 12 Οκτωβρίου είναι μέρα που ούτε γιορτάζεται στην Ελλάδα, ούτε το μαθαίνουνε σχολείο, ήτανε η μέρα της απελευθέρωσης.
Από όσο θυμάμαι, ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου.
Που απελευθερωθήκαμε, που πιστέψαμε ότι όλα τα όνειρά μας θα γίνουνε.
Αλλά, δεν βάστηξε πολλές μέρες και άρχισε ο Δεκέμβριος του '44 που θα 'θελα να μην είχε υπάρξει ούτε στην ιστορία ούτε στη ζωή μου.
Εκεί κατάλαβα τι θα πει εμφύλιος.
Τι θα πει να χωριζόμαστε στα δύο.
Τι θα πει η φίλη δίπλα μου στο θρανίο που είχα, όταν φτάσαμε με τα πόδια και πηγαίναμε στον Βόλο, και της χτύπησα την πόρτα, με είδε σαν να είδε τον μεγάλο της εχθρό.
Και εκεί είπα, δεν είναι δυνατόν πια να μην αγαπάμε ο ένας τον άλλον, τον άνθρωπο που ήμασταν κοντά.
Και όλη αυτή η αγριάδα που είχε ο Δεκέμβρης, δεν την έχω ξεχάσει.
Και τώρα όταν βλέπω τους πρόσφυγες που περπατάνε χιλιόμετρα για να φτάσουν, θυμάμαι πώς περπατούσαμε εμείς για να ξεφύγουμε όταν τέλειωσε ο Δεκέμβρης που όχι σλίπινγκ μπαγκ δεν υπήρχαν τότε τίποτα, βάζαμε εφημερίδες και κοιμόμασταν χάμω, μας πολυβολούσαν από πάνω.
Τότε κατάλαβα τι θα πει πόλεμος.
Που δεν φοβήθηκα στη ζωή μου όσο φοβήθηκα τον Δεκέμβρη του '44.
Πάει κι αυτό, τέλειωσε.
Ήρθε κάποια απελευθέρωση, άρχισαν τα πράγματα να γίνονται ομαλά στην Ελλάδα.
Εν τω μεταξύ παντρεύτηκα με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, πήγα και στη Δραματική Σχολή.
Ξέχασα να πω ότι έγραφα διηγηματάκια και τα δημοσίευα σε ένα περιοδικό που λεγότανε «Νεανική Φωνή».
Είχα αρχίσει να γράφω.
Και επειδή ο Γιώργος Σεβαστίκογλου ήταν πολύ με τον Κουν, πήγαινα στο θέατρο του Κουν, και αυτό είναι το πολύ σπουδαίο, μες τη μαύρη κατοχή ο Κουν έμαθε στον κόσμο τον Ίψεν, το αμερικανικό θέατρο, το πραγματικό θέατρο.
Με την πείνα που υπήρχε, και οι ηθοποιοί του και ο ίδιος πεινούσαν, αλλά έκαναν αυτό που είναι ένα αξέχαστο θέατρο και έχουν μείνει οι ρίζες του σήμερα.
Έτσι τσίμπησα λίγο και εγώ και λέω μήπως βγω στο θέατρο.
Ο Γιώργος μου 'λεγε, «Εγώ νομίζω να γράψεις, να γράψεις».
Δεν πήγα στη σχολή που δίδασκε εκείνος, στη σχολή του Ρότα, γιατί ήταν σίγουρο ότι δεν θα με έπαιρνε.
Πήγα στη σχολή του Ωδείου Αθηνών, που δίδασκε ο Ροντήρης και ο Βεάκης, και λέγανε ότι ο Ροντήρης έκανε και ένα παλούκι να μιλάει.
Φαίνεται έκανε λίγο το παλούκι και μίλησε και τέλειωσα τη σχολή.
Εν τω μεταξύ, αρχίζει σιγά-σιγά πάλι εμφύλιος.
Αρχίζουν να συλλαμβάνουν ανθρώπους.
Tον Γιώργο τον καλούνε στον στρατό και φεύγει κρυφά από την Ελλάδα.
Με ένα καΐκι και δεν ήξερα που πήγε.
Και εμένα με στείλανε περίπατο στη Χίο.
Εκεί γνώρισα τις γυναίκες της Ελλάδας, που έξω από την Αθήνα δεν είχα βγει.
Γνώρισα γυναίκες απ' τη Μυτιλήνη, από τη Βόρειο Ελλάδα, από νησιά, από παντού.
Γυναίκες που πολλές ερχόντανε όχι για ιδεολογία, δεν είχανε ιδέα, αλλά είχανε πιάσει κυρίως Μυτιληνιές πάρα πολλές, ένα παιδί τους που ήταν αντάρτης και τις φέρνανε αυτές εκεί και όταν τους λέγανε ότι είναι ελεύθερες, κλαίγανε γιατί καταλαβαίνανε ότι ο γιος τους είχε σκοτωθεί.
Εμαθήτευσα εκεί έναν χρόνο και μετά γύρισα.
Δύο χρόνια σχεδόν δεν ήξερα πού βρίσκεται ο Γιώργος.
Ώσπου μέσω των Μιλλιέξ, που ήτανε τότε στο Παρίσι, πήρα ένα γράμμα να προσπαθήσω να φύγω από την Ελλάδα να πάω να τον βρω.
Στην αρχή πού δεν ήξερα.
Τους είχαν πάει μετά το τέλος του εμφυλίου στην Τασκένδη και επειδή είμαι αγεωγράφητη, τα παιδιά μου λένε ότι αν ήξερα πού είναι η Τασκένδη, δεν θα είχανε γεννηθεί.
(Γέλια) Κατάφερα, τέλος πάντων, με τα πολλά και με μεγάλα μέσα και πήρα ένα διαβατήριο και έφυγα.
Και πήγα στην Ιταλία, περιμένοντας τη βίζα τη σοβιετική, που έκανε δύο χρόνια να 'ρθει, και έφτασα στη Μόσχα.
Και όταν βγήκα από το τρένο και είδα ότι δε με περίμενε ο Γιώργος, έπαθα.
Λέω, «Πού πάω, πού με στέλνουνε;».
Τέλος πάντων, παρέλαβαν εκεί, ούτε Ρωσικά ήξερα ούτε τίποτα, λίγα Γαλλικά, λίγα Ιταλικά μπορούσα να συννενοηθώ.
Με βάλαν σ' ένα τρένο και ήτανε κάτι παράξενες γυναίκες με στολές, με φορεσιές, περίεργοι άνθρωποι με γενειάδες.
Και ταξίδευα πέντε νύχτες και τέσσερις μέρες.
Και περνούσα τη Στέπα, και κάθε τόσο ρώταγα, «Τασκένδη;» Λέω μπας και περάσει το τρένο και εγώ πάω αλλού.
Τέλος πάντων, έφτασα.
Αυτή τη φορά με περίμενε ο Γιώργος.
Και έμαθα κάτι που αμέσως με τάραξε: ότι δεν του είχαν επιτρέψει να 'ρθει.
'Οχι οι Σοβιετικοί, οι δικοί μας, το ελληνικό κόμμα.
Δεν του είχαν επιτρέψει να 'ρθει να με παραλάβει στη Μόσχα.
Νέα αφετηρία, αυτή τη φορά λίγο δύσκολη γιατί έπρεπε να συνηθίσω πού βρίσκομαι, ποια είμαι, τι κάνω.
Δεν έχω γράψει εκεί, δε γράφω τίποτα, προσπαθώ να μάθω τη γλώσσα.
Γεννιέται η κόρη μου και, ευτυχώς, πάμε στη Μόσχα.
Γιατί ήμασταν τελείως απομονωμένοι απ' την Ελλάδα, ενώ στη Μόσχα και να τηλεφωνήσουμε μπορούσαμε και άρχισε να σπάει ο πάγος και μέσω του Ελληνο-Σοβιετικού συνδέσμου άρχιζαν να έρχονται διανοούμενοι, καλλιτέχνες.
Και από τους πρώτους που ήρθαν ήταν ο Εμπειρίκος, τον οποίο είχα να δω 20 χρόνια.
Και πήγα στο τρένο να τον υποδεχτώ και η παράσταση που είχε δει ο Εμπειρίκος -γιατί έγραφα παρωδίες, τις κλαψωδίες που τις έλεγα, ιστορίες του Οδυσσέα παραλλαγμένες- και αυτό το έργο που είδε ήταν η «Καλυψώ», που ήταν ερωτευμένη με τον Οδυσσέα και ήταν διανοούμενη σουρεαλίστρια.
Γιατί τότε μόλις είχαμε μάθει περί Σουρεαλισμού.
Και φεύγοντας ο Οδυσσέας, αυτή αυτοκτονεί και λέει, «Είμαι ένα θλιμμένο καλαμπόκι».
(Γέλια) Φτάνοντας το τρένο ο πρώτος που κατεβαίνει ήταν ο Εμπειρίκος και, μόλις με βλέπει, με τα 20 χρόνια, λέει, «Να και το θλιμμένο καλαμπόκι».
(Γέλια) Και είναι αυτό που έχει μείνει.
Γιατί... (Χειροκρότημα) Εγώ δεν θεωρούσα ότι έκανα τίποτα σπουδαίο και δεν έβαζα καρμπόν τουλάχιστον, να έχω ένα αντίγραφο.
Έφυγα, τα 'βάλαν σε ένα υπόγειο, τα 'φάγαν τα ποντίκια και δεν έχει μείνει τίποτα.
Στη Μόσχα, ευτυχώς, άρχισα να γράφω.
Έγραφα διηγήματα, τα 'στελνα στην επιθεώρηση τέχνης.
Και ύστερα ήθελα, γιατί είχα γεννήσει και το γιο μου εν τω μεταξύ -που του έκανε μπέιμπι σίτινγκ ο Ταρκόφσκι, γιατί ήτανε φοιτητής και ήθελε να βγάλει ένα χαρτζιλίκι και μέσω μιας φίλης που τον ήξερε του έκανε μπέιμπι σίτινγκ.
(Χειροκρότημα) Ίσως γι' αυτό έγινε σκηνοθέτης, και από τον πατέρα του βέβαια, αλλά για τον κινηματογράφο ήθελε.
Ήθελα να μάθουνε τα παιδιά μου για την Ελλάδα.
Και τι ιστορίες πιο πραγματικές θα ήτανε να τους διηγιέμαι τα παιδικά μου χρόνια με την αδερφή μου στη Σάμο.
Γιατί αυτές ήταν και οι πιο ωραίες μου αναμνήσεις.
Και εκεί γεννήθηκε «Το Καπλάνι της Βιτρίνας».
Το 'στειλα στην Ελλάδα, ήταν ένα εκδοτικό, το Θεμέλιο.
Δεν πήρα ποτέ απάντηση.
Και σε λίγο καιρό, σ' έναν χρόνο παίρνω μια άδεια να πάω με τα παιδιά μου για δυο μήνες στην Ελλάδα.
Πηγαίνω στο Θεμέλιο.
Ήταν ένας φίλος, ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος, ο Δημήτρης ο Δεσποτίδης.
Του λέω, «Τι γίνεται εκείνο το ΚαπλάνιΜου λέει, «Να το, είναι στη βιτρίνα».
Το είχε εκδώσει και το είχε βγάλει στη βιτρίνα.
Το Καπλάνι της Βιτρίνας, ομολογώ, ότι αν δεν ήτανε οι δάσκαλοι, δεν θα είχε κυκλοφορήσει, δεν θα είχε μπει στα σχολεία.
Γιατί πάρα πολλοί πάλεψαν να μην μπει στα σχολεία αυτό το βιβλίο και να μην μπω και εγώ, φυσικά.
Αλλά οι δάσκαλοι με πείσμα το 'βαλαν στα σχολεία και τώρα είναι πενήντα τόσα χρόνια που το Καπλάνι είναι στα σχολεία.
Και εγώ βεβαίως.
(Χειροκρότημα) Γυρίσαμε στην Ελλάδα, εγώ με τα δέκα χρόνια, ο άντρας μου με τα 15.
Άντε πάλι να μάθουν τα παιδιά μας τη γλώσσα.
Μιλούσανε βέβαια, αλλά να συνηθίσουμε την Ελλάδα.
Σε δύο χρόνια έγινε η Χούντα και φύγαμε στο Παρίσι.
Καινούργια αφετηρία.
Τα δύο χρόνια στην Ελλάδα δεν έγραψα τίποτα.
Μόνο μετέφραζα για βιοποριστικούς λόγους.
Στη Γαλλία άρχισα να γράφω και τα περισσότερα μου βιβλία: τον «Περίπατο του Πέτρου», τη «Μωβ ομπρέλα», ως και την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» εκεί άρχισα να τη γράφω.
Γιατί ήτανε το περιβάλλον τέτοιο που σου 'δινε την ευκαιρία να γράφεις.
Πήγαινα στα γαλλικά σχολεία και λυπόμουνα.
Λέω, πάω στα γαλλικά σχολεία και στα ελληνικά σχολεία δεν μπορώ να πάω.
Το Καπλάνι της Βιτρίνας μεταφράστηκε, πήρε βραβεία και αυτό σου δίνει μια ανάταση.
Και όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα, τότε πια κατάλαβα - γιατί όταν το 'γραφα το Καπλάνι δεν ήξερα πως γράφω βιβλίο για παιδιά, ήθελα να πω αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια.
Τώρα πάω πάρα πολύ στα σχολεία, γυρίζω όλη την Ελλάδα, μιλάω με τα παιδιά.
Και αυτό που τους λέω και εσάς στους νέους λέω, όσο κρίση και αν υπάρχει -γιατί πολλές φορές ακούω, «Έχουμε πόλεμο, έχουμε Χούντα»- ούτε πόλεμο έχουμε, ούτε Χούντα.
Είναι δύσκολα χρόνια, αλλά ούτε συγκρίνεται η πείνα της κατοχής με την πείνα που υπάρχει τώρα.
Και στην κατοχή ελπίζαμε σε κάτι.
Και ήθελα να σας πω ότι ένα μικρό πράγμα, έστω και πολύ μικρό να ελπίζετε, σιγά-σιγά θα γίνει ένα μεγάλο παζλ.
Και κυρίως να 'στε μαζί, ν' αγαπιέστε και να βοηθάει ο ένας τον άλλον.
Αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε σήμερα: να παρασταθούμε ο ένας στον άλλον.
Και υλικά, αλλά και ψυχικά.
Να μη μας πάρει η κατάθλιψη, παιδιά.
Είναι πολύ φοβερό να πάθουμε κατάθλιψη σαν λαός.
Γι' αυτό νομίζω ότι πρέπει μέσα μας να 'χουμε μια μικρή φλόγα, μια μικρή χαρά και τότε θα δείτε πως όλα θα είναι πιο ανάλαφρα.
Νομίζω ξεπέρασα και τα όρια.
(Χειροκρότημα)
Ξυπνάω το πρωί σε ένα ζεστό σπίτι.
Ετοιμάζω το πρωινό της οικογένειας, και καθόμαστε όλοι μαζί για να συζητήσουμε το πρόγραμμα της ημέρας.
Σήμερα βέβαια το πρόγραμμα θα είναι διαφορετικό.
Οι τσάντες για το σχολείο είναι έτοιμες.
Αποχαιρετώ τη σύζυγό μου, της εύχομαι να έχει μια καλή μέρα, και πηγαίνω τη μικρή μου κόρη στο δημοτικό της σχολείο.
Την αγκαλιάζω, της λέω πως για ό,τι χρειαστεί κατά τη διάρκεια της ημέρας θα πρέπει να επικοινωνήσει με τη μαμά της, γιατί εγώ δε θα μπορώ να της μιλήσω.
Τη βλέπω να περνάει μέσα στο σχολείο, στην αυλή.
Εγώ φεύγω, με χαιρετάει, με έναν τρόπο όπως χαιρετάμε έναν άνθρωπο που θα κάνουμε χρόνια να τον δούμε.
Ύστερα από μισή ώρα, παρκάρω το αυτοκίνητό μου σε μια περιοχή της Αθήνας.
Αδειάζω τις τσέπες μου από διάφορα μικροαντικείμενα, κρατάω μόνο ένα βιβλίο, την ταυτότητά μου, και κλείνω το κινητό μου τηλέφωνο.
Αρχίζω να κατευθύνομαι σε μια πύλη.
Πατάω ένα κουμπί σε αυτή την πύλη, και ως δια μαγείας, αυτή η σιδερένια πόρτα ανοίγει.
Τώρα βρίσκομαι σε έναν χώρο όπου είναι γεμάτος ανιχνευτές.
Σε έναν έλεγχο, ξέρετε, θυμίζει τον έλεγχο στο αεροδρόμιο όταν πρόκειται να ταξιδέψουμε σε μια άλλη χώρα, σε ένα εξωτικό νησί, αν έχω ξεχάσει κάτι μέσα στις τσέπες μου, θα πρέπει να ξαναπεράσω τον έλεγχο.
Παραδίδω την ταυτότητά μου, το κινητό μου τηλέφωνο, μου τα κρατάνε, και μου δίνουν στα χέρια μια κάρτα με συγκεκριμένο χρώμα και αριθμό.
Αυτή η κάρτα, από δω και πέρα, θα είναι το διαβατήριό μου σε αυτό το παράξενο νησί.
Αν τύχει και τη χάσω, ίσως να έχω κάποιο πρόβλημα για να φύγω από εκεί μέσα.
Κρατώντας στα χέρια την κάρτα, νοιώθω ότι τώρα πρέπει να ξεπεράσω τα δικά μου προσωπικά όρια.
Σαν να βρίσκομαι σε έναν γκρεμό, και θα πρέπει να πηδήξω στο κενό.
Η πρώτη πόρτα ανοίγει, και έπειτα κλείνει μόνη της ερμητικά πίσω μου.
Ένας σιδερένιος θόρυβος ακούγεται στ' αυτιά μου.
Διαδοχικά τώρα ακούγονται σιδερένιες πόρτες που κλείνουν και ανοίγουν, περνάω μέσα από ανιχνευτές, έχω χάσει το μέτρημα, δεν ξέρω πόσοι είναι.
Και σιγά-σιγά αρχίζει να με επηρεάζει κάτι πρωτόγνωρο.
Είναι μια μυρωδιά.
Είναι η μυρωδιά της φυλακής.
Τώρα βρίσκομαι μπροστά σε μια τελευταία πόρτα, που θα πρέπει να την ανοίξω μόνος μου, και θα πρέπει να περάσω μέσα σε μια αίθουσα.
Μέσα σε αυτή την αίθουσα, με περιμένουν 20-25 κρατούμενοι.
Θα πρέπει να τους συναντήσω.
Το στόμα μου ξεράθηκε από την αγωνία.
Έχω δει πολλές ταινίες με φυλακές, έχω δει ανθρώπους που σκληρά σε κοιτάζουν με παράξενο βλέμμα, εγκληματίες, που δε θα είχες τίποτα να πεις μαζί τους, θα φοβόσουνα έστω και να κάτσεις δίπλα τους.
Όλοι αυτοί, οι φανταστικοί άνθρωποι, αρχίζουν να γυρίζουν μέσα στο κεφάλι μου σαν σμάρι, να σπρώχνουν μέσα τις σκέψεις μου και να με απειλούν.
Παίρνω μια βαθειά ανάσα, ανοίγω την πόρτα, και μπαίνω.
Ένα ζεστό, χαμογελαστό πρόσωπο έρχεται προς το μέρος μου, μια θερμή χειραψία με αφοπλίζει.
Μου λέει το μικρό του όνομα, ύστερα 20 άντρες έρχονται προς το μέρος μου, μου λένε και αυτοί το μικρό τους όνομα, με χαιρετούν με εγκαρδιότητα, και με ρωτάνε αν θέλω τσάι ή καφέ.
Καθόμαστε ύστερα σε έναν κύκλο.
Τους κοιτάζω.
Με κοιτάζουν.
Και τότε, βλέπω πρόσωπα διψασμένα, συγκινημένα, πονεμένα.
Όλοι αυτοί οι φανταστικοί άνθρωποι που είχα συναντήσει έξω απ' αυτή την πόρτα αρχίζουν σιγά-σιγά να φεύγουν απ' το μυαλό μου.
«Καλημέρα Στρατή», μου λένε, «Καλώς ήρθες».
Εδώ και ενάμισι χρόνο μπαινοβγαίνω στις φυλακές Κορυδαλλού.
Η πρώτη μου συνεργασία ήταν με το κέντρο θεραπείας εξαρτημένων ατόμων ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ.
Ύστερα από πέντε μήνες, καταφέραμε να ανεβάσουμε με 18 συμμετέχοντες μια θεατρική παράσταση με τίτλο «Ο καλεσμένος».
Ο αναγεννημένος άνθρωπος.
Ο νέος άνθρωπος.
Αυτή η συνεργασία και τα κείμενα που γράφτηκαν γι' αυτήν, βασίστηκαν πάνω στο ποίημα του Κίπλιγκ «Αν».
Οι συμμετέχοντες έγραψαν τα δικά τους «Αν».
Από τον περασμένο Νοέμβριο συμμετέχω σε μια πολύ σημαντική προσπάθεια των φυλακών Κορυδαλλού, του Εθνικού Θεάτρου, του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και της Γενικής Γραμματείας αντί-εγκληματικής πολιτικής για τη δημιουργία του πρώτου θεατρικού εργαστηρίου μέσα στις φυλακές που θα είναι ανοικτό σε όλες τις πτέρυγες της φυλακής.
Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό.
(Χειροκρότημα) Όταν με ρωτήσανε αν θέλω να αναλάβω αυτό το πρότζεκτ είπα ναι, εννοείται!
Εννοείται και θα το αναλάβω.
Ήρθε η στιγμή να ξεπεράσω τα όρια, σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης.
Μετά συζητήσαμε για το τι σκέφτομαι να κάνω σε σχέση με αυτή τη θεατρική ομάδα, τότε μου ήρθε στον νου ένα θεατρικό έργο του Γουίλιαμ Σαίξπηρ: «Η τρικυμία».
Επέλεξα αυτόν το συγγραφέα, γιατί; Ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ έχει επενδύσει.
Τα κυριότερα έργα του είναι γραμμένα για τους κακούς ήρωες.
Οι κακοί ήρωες του Σαίξπηρ έχουν διαπράξει όλα τα εγκλήματα του ποινικού κώδικα.
Έχουν ξεπεράσει κάθε όριο.
Όμως, αυτούς χειροκροτάμε στα θέατρα.
Χιλιάδες ηθοποιοί κάθε χρόνο, σε ολόκληρο τον κόσμο, απ' αυτούς βγάζουν τον μισθό τους.
Στην Τρικυμία, βέβαια, δεν πέφτει ούτε στάλα αίμα, όλες οι απόπειρες ανθρωποκτονίας ματαιώνονται.
Δε γίνονται πόλεμοι, η δράση εξελίσσεται πάνω σε ένα έρημο νησί, σε ένα απομονωμένο νησί.
Πάνω σε αυτό το νησί ζει ο εξόριστος Δούκας του Μιλάνου Πρόσπερο, μαζί με την κόρη του Μιράντα.
Έχει εκδιωχθεί από τον αδερφό του που τον είχε πετάξει μέσα στη θάλασσα.
Ο Πρόσπερο, στη δωδεκαετή διαμονή του πάνω σε αυτό το νησί, κατέκτησε το μεγαλύτερο επίτευγμα που μπορεί να κατακτήσει ένας άνθρωπος.
Τι; Να γίνει κύριος του εαυτού του, να αποκτήσει πραγματικά ελεύθερη βούληση, και όταν με τη βοήθεια του ανώτερου πνεύματος Άριελ καλεί μέσω μιας τρικυμίας τους αδικητές του στο νησί, τότε μπορεί να τους κάνει ό,τι θέλει!
Να τους εκδικηθεί ή να τους συγχωρέσει.
Εκδίκηση και συχώρεση.
Δύο λέξεις που έχουν, πιστέψτε με, διαφορετική σημασία στη φυλακή και διαφορετική σημασία στον έξω κόσμο.
Η τρικυμία δεν είναι μόνο ένα εξωτερικό φαινόμενο, είναι ένα εσωτερικό φαινόμενο ανθρώπων, επιλογών, που βρίσκονται στα άκρια, στα όρια, που βρίσκονται στα άκρα, που αναζητούν τα όρια.
Τώρα βρίσκομαι ξανά μέσα στην αίθουσα.
Κοιτάζω τους συμμετέχοντες.
Όλοι περιμένουν από μένα να πω κάτι.
Ξέρετε, το πιο δύσκολο σημείο για έναν σκηνοθέτη, στην δημιουργία μιας παράστασης, είναι η πρώτη πρόβα.
Και αναρωτιέμαι, τι ήρθα να κάνω εγώ εδώ, τι να πω σε αυτούς τους ανθρώπους που δεν το έχουν βιώσει, που δεν το έχουν ζήσει; Να τους μιλήσω για τις παραστάσεις που έχω ανεβάσει; Να τους μιλήσω για το θέατρο; Και τι να τους πω για το θέατρο; Και τι δουλειά έχει το θέατρο στη φυλακή; Τους κοιτάζω.
Τους κοιτάζω και βλέπω ότι δε γνωρίζω τίποτα για το παρελθόν τους, δε γνωρίζω τίποτα για το ταξίδι που τους έφερε εκεί μέσα.
Δεν είναι ηθοποιοί που ήρθαν να παίξουν έναν ρόλο, αλλά άνθρωποι πραγματικοί, άνθρωποι που ήρθαμε εδώ μαζί για να μοιραστούμε κάτι σημαντικό, κάτι που θα πρέπει να το ανακαλύψουμε μαζί.
Δε μπορώ να πάρω όμως ανάσα, και δε ξέρω τι να πω.
Βλέπω ένα ρολόι απέναντι, να με κοιτάζει επικίνδυνα, όπως με κοιτάζει τούτο εδώ.
Οι δείκτες κυλούν, περνούν το χρόνο, και τότε λέω, αυτό το ρολόι, με κοιτάζει και νοιώθω να με απειλεί.
Ήδη αισθανόμαστε πάρα πολύ χαρούμενα, και ξεκινάμε να μιλάμε για το θέατρο, τους μιλάω για το βασικό αντικείμενο του θεάτρου, που είναι η μελέτη του ανθρώπου.
Αυτού του πολύπλοκου μηχανήματος που συνεχώς γράφουμε τον οδηγό χρήσης του, και δε γνωρίζουμε ακριβώς πώς λειτουργεί.
Τα όρια, τις λειτουργίες, δε γνωρίζουμε ακόμα.
Όμως στο θέατρο μπορούμε να κάνουμε αυτή την επιλογή.
Η συζήτηση ανάβει, και ήδη ξεκινάμε να μιλάμε για τέχνες, για φιλοσοφία, για ζωγραφική, για δραματουργία, και ξαφνικά ξεχνάω πως βρίσκομαι στη φυλακή, και νομίζω πως βρίσκομαι κάπου, να, σαν εδώ.
Και τότε αναρωτιέμαι, αυτοί οι άνθρωποι εδώ, που βρίσκονται απέναντί μου θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι επιστήμονες, ζωγράφοι, ποιητές, και δε μπορώ να καταλάβω πώς βρέθηκαν εκεί μέσα.
Και τότε καταλαβαίνω όμως ότι τα όρια για να βρεθείς μέσα στη φυλακή είναι πολύ λεπτά: ένα οικονομικό χρέος, ένα σκοτεινό συναίσθημα, μια επιλογή, μια τρικυμία, και το όριο χάνεται.
Αμέσως ξεκινάμε έναν δυνατό αυτοσχεδιασμό.
Μέσα από την ομάδα υπάρχει ένας ναυτικός.
Του λέω, να μας αφηγηθεί τις περιπέτειες που πέρασε στις θάλασσες.
Αρχίζει να μιλάει για τον Ειρηνικό, Ατλαντικό ωκεανό, και όλοι μαζί εκεί μέσα, με καπετάνιο αυτόν τον ναυτικό, ξεκινάμε να δημιουργούμε τις συνθήκες ενός καραβιού την ώρα που βυθίζεται.
Ήταν απόλαυση!
Πραγματικά ένοιωσα, και αυτοί και εγώ, ότι δραπετεύσαμε.
Δραπετεύσαμε νοητικά και πήγαμε σε ένα μακρινό μέρος, σε ένα απίστευτο νησί.
Θα μπορούσα να σας πω πάρα πολλά για όλες αυτές τις στιγμές που έζησα με αυτούς τους ανθρώπους συνολικά.
Μέχρι τον ερχόμενο Ιούνιο που θα ανεβάσουμε την παράστασή μας μέσα στις φυλακές Κορυδαλλού, θα έχω περάσει την είσοδο των φυλακών πάνω από 80 φορές, και θα έχω συνεργαστεί συνολικά με πάνω από 50 συμμετέχοντες.
Θα μπορούσα να σας αφηγηθώ πάρα πολλά.
Πολλές συγκινητικές ανθρώπινες στιγμές που υπάρχουν ακόμα και εκεί μέσα.
Για αυτή τη συνάντηση.
Όμως θα μείνω μόνο σε μια.
Όταν ο Πρόσπερο, στην αρχή του έργου, λέει στην κόρη του για πρώτη φορά, «Τώρα παιδί μου θα σου πω ποιος είναι ο πατέρας σου, που δεν είναι βασιλιάς, μόνο σε ένα θεόφτωχο κελί», ένας από τους συμμετέχοντες με πλησίασε στο τέλος της πρόβας για να μου πει πόσο τον συγκίνησαν αυτά τα λόγια.
Του θύμισαν την πρώτη φορά που θα συναντούσε το παιδί του, στο επισκεπτήριο της φυλακής, για να του πει ποιος πραγματικά είναι.
Η πρόβα τελείωσε, ο χρόνος τελειώνει, θα πρέπει να βγω έξω.
Χαιρετάω τους συμμετέχοντες, με χαιρετάνε κι αυτοί, καταφέραμε, καταφέραμε για λίγες ώρες να δραπετεύσουμε από τη φυλακή μας.
Βγαίνω έξω, παίρνω ξανά την ταυτότητά μου, το κινητό μου τηλέφωνο, και κάνω ένα μεγάλο βήμα βγαίνοντας από τη φυλακή.
Όχι, δε θα ανοίξω το κινητό μου τηλέφωνο, δε θέλω να μάθω ποιος με πήρε, αν έχω μηνύματα, ή να απαντήσω σε μέιλ.
Όχι, αυτή τη στιγμή θέλω να τη χαρώ, είμαι έξω, είμαι ξανά έξω, και αρχίζω να κοιτάζω τον ουρανό, να ακούω τα πουλιά, τα δέντρα, και μούρχονται οι στίχοι του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη: «Έχω ανάγκη να πάγω περίπατο, με τα δέντρα να πάγω περίπατο, Σ' έναν κόσμο γιομάτο νερά».
Θα 'θελα αυτήν την εμπειρία μου να τη μοιραστώ με τους διαβάτες που περπατούν γύρω μου.
Κοιτάζω, τους βλέπω, και βλέπω στεναχωρημένους ανθρώπους, σκυμμένα πρόσωπα, μα είναι δυνατόν; Εγω ήμουνα τώρα μέσα στη φυλακή και αυτοί που βλέπω, που νομίζουν ότι δεν έχουν όριο, που νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι, έχουν το δικαίωμα να είναι λυπημένοι; Να είναι στεναχωρημένοι, να είναι φυλακισμένοι μέσα στις απόψεις τους, στις στάσεις τους, στη ζωή; Όχι!
Αναρωτιέμαι τελικά αν η ελευθερία είναι εσωτερική ή εξωτερική υπόθεση.
Αν αυτοί εκεί μέσα, μπορεί να είναι έγκλειστοι, αλλά πραγματικοί ελεύθεροι, εμείς εδώ ας αναρωτηθούμε αν είμαστε πραγματικοί ελεύθεροι.
Αν ελευθερία σημαίνει έλευσις ορίων, τότε ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που έχει όρια.
Που αναζητά τα όρια.
Που κάθε φορά θέτει νέα όρια, για να τα ξεπεράσει κατόπιν κι αυτά.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο.
Βγάζω απ' την τσέπη μου το βιβλίο, το ανοίγω, και βλέπω μέσα μια αφιέρωση: Φωνή: «Στον σκηνοθέτη μας που μας βοήθησε να δραπετεύσουμε με την τέχνη του θεάτρου, και που προσωπικά με βοήθησε να θυμηθώ ξανά ποιος είμαι».
Σας ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)
Θα προσπαθήσω να μην μπω στον πειρασμό και να μιλήσω για όλα αυτά που συνέβησαν σήμερα το πρωί.
Να σας διηγηθώ, δηλαδή, τη στιγμή που η Αντιτρομοκρατική πηγαίνει στο σπίτι...
Λοιπόν, άστο.
Πάμε στα καθιερωμένα.
(Φωνές) Πάμε να ξεκινήσουμε.
Λοιπόν, αυτό είναι το σχολείο μου.
Είναι αυτό το μαγαζάκι εκεί στη γωνία, κάτω από μια εργατική πολυκατοικία στην Αγία Βαρβάρα.
Θέλω να είναι λίγο προσεκτικοί οι μεταφραστές σε αυτό το τελευταίο γιατί πολλές φορές υπάρχει μια σύγχυση με την Αγία Βαρβάρα.
(Γέλια) Να σας πω μια ιστορία.
Πριν από μερικά χρόνια είχα κληθεί στο κολέγιο, μόνο σαν καλεσμένος θα μπορούσα να πάω, μαζί με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, των Ολυμπιακών Αγώνων, να επιλέξουμε τον καλύτερο μαθητή, που βγάζει ωραίες ομιλίες κλπ, και κάποια στιγμή με προλαβαίνει ο Αμερικανός διευθυντής του κολεγίου, ένας κύριος με τιράντες, παπιγιόν, κοιλίτσα, λίγο κόκκινη μύτη, πάρα πολύ συμπαθής, όμως, Αμερικανός, και μου λέει, «Ποιο σχολείο έχετε τελειώσει;» Προσπαθώ να αλλάξω κουβέντα, μου λέει, «Όχι παρακαλώ, ποιο σχολείο έχετε τελειώσει;» Του λέω: «Ένα σχολείο στην Αγία Βαρβάρα».
(Αγγλικά): «Oh, Santa Barbara college!», μου λέει.
(Γέλια) Τον άφησα με την απορία, έκανα ένα νεύμα τελοσπάντων, δεν συνέχισα την κουβέντα.
Λοιπόν, Αγία Βαρβάρα.
Αυτό είναι το σχολείο, αυτό είναι το φροντιστήριο.
Ήταν υπόγειο, υπήρχε και πρώτος όροφος, αλλά ήτανε πιο ακριβά τα μαθήματα στον πρώτο όροφο.
Αυτό είναι το σφαιριστήριο, ήτανε σε πολύ καλύτερη θέα.
Σφαιριστήρια «Κεραυνός».
«Κεραυνός» ήταν και η αθλητική ομάδα των τσιγγάνων της Αγίας Βαρβάρας.
Άσχετη πληροφορία.
Αυτό είναι μέσα από το...
Δεν είμαι εγώ εδώ πουθενά.
Γιατί εγώ πάντα είχα ένα πρόβλημα.
Μ' άρεσε περισσότερο να συμμετέχω στην προβολή, στο να φωτογραφίζω κλπ, παρά να παίζω.
Ανυπόκριτα, θα σας πω ότι η Αγία Βαρβάρα ήταν μια πολύ ωραία περιοχή, δηλαδή μεγάλωσα πάρα πολύ όμορφα, υπήρχαν, βέβαια, διάφορα ατυχήματα.
Υπήρχε, όμως, κάμπινγκ, υπήρχε αλάνα που παίζαμε, υπήρχε ο Κουταλιανός, οι παλιότεροι ίσως τον θυμούνται, που έσπρωχνε τα αυτοκίνητα.
Όλα αυτά είναι δικές μου φωτογραφίες.
Ούτε στις μηχανές είμαι.
Δεκαπέντε χρονών παίρναμε όλοι μηχανή.
Εγώ πήρα μια βέσπα, είπα ότι ο πατέρας μου με αφήνει κλπ, τα συνήθη ψέματα που λες, τελοσπάντων, πήρα τη βέσπα, μετά από μια βδομάδα, τη γύρισα πίσω.
Μου λένε: «Τι συνέβη;» Τους λέω, «Ρε παιδιά, υπάρχει ένα πρόβλημα με αυτή τη βέσπα».
Η βέσπα, θυμάστε, η παλιά, είχε τις ταχύτητες στο τιμόνι, μία, δύο, τρεις, τέσσερις, έτσι; Τους λέω, «Υπάρχει ένα πρόβλημα με τη βέσπα αυτή».
Μου λένε: «Τι συμβαίνει;» Λέω, «Κοιτάχτε, όταν βάζω πρώτη, ξεκινάω πάρα πολύ γρήγορα, αλλά μετά δεν μπορώ να τερματίσω, ενώ αν βάλω τετάρτη, δυσκολεύομαι να ξεκινήσω, αλλά μετά τρέχει πολύ».
Δηλαδή, πίστευα τότε ότι ο κατασκευαστής μου έδινε μία επιλογή.
Δηλαδή, ένα πρωί να ξεκινάω με πρώτη, μια μέρα να ξεκινάω με δευτέρα, μία με τρίτη, μία τετάρτη.
Το λέω γιατί κάπως έτσι τα μάθαμε τα πράγματα.
Δηλαδή, μαθαίναμε, κάναμε λάθος, συνεχίζαμε.
Σχεδόν και την δημοσιογραφία έτσι τη μάθαμε.
Λοιπόν, μιλάμε τώρα για το... Α, επειδή λέμε για βέσπες και θέλω να κάνουμε μία παύση, γιατί μαζί με τα λάθη μας, είχαμε και τα μικρά ψέματα, τους μικρούς μύθους.
Πάω σήμερα στο πιο ανώδυνο.
Όλοι θα'χουμε ακούσει αυτή την ατάκα που πρώτος ο Βέγγος την έχει πει, «Ξέρεις από βέσπα;».
Έτσι; Λοιπόν, από πολύ μικρός εγώ είχα παρατηρήσει σε εκείνη την ταινία την ασπρόμαυρη ότι ο Βέγγος οδηγεί αυτό ή οδηγεί αυτό.
Ελάχιστα να ξέρεις για μηχανή, ξέρεις ότι αυτό δεν είναι μια βέσπα.
Και επειδή εγώ ξέρω και κάτι παραπάνω σας λέω ότι είναι ένα Ζούνταπ.
Το Ζούνταπ ήτανε μια μηχανή που βγήκε τη δεκαετία του '60-'70.
Το '84, η γερμανική Ζούνταπ χρεοκόπησε, και την αγοράσανε τότε οι Κινέζοι.
Έτσι; Δηλαδή, από τότε, υπήρχε και χρεοκοπία και Γερμανός και Κινέζος.
Σε άλλους ρόλους, όμως.
Λοιπόν... (Γέλια) (Χειροκρότημα) Μιλάμε, όμως, μιλάμε για να επιστρέψουμε στην ιστορία μας, στο 1981, πολύ παλιά εποχή.
Πολύ παλιά εποχή; Αναρωτιέμαι κάποιες στιγμές.
Γιατί έχω την αίσθηση ότι πάρα πολλές φορές, η πραγματικότητα κάνει μία λούπα.
Δηλαδή, τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια γεγονότα και αλλάζουν απλώς οι υπότιτλοι.
Δεν ξέρω αν συμφωνείτε.
Προσέξτε.
ΠΑΣΟΚ, Α' Αθήνας, Μανώλης Γλέζος.
Εκλογές του 1981.
Ο Μανώλης Γλέζος, βέβαια, εκπορθητής, τότε της εξουσίας, όπως εκπορθητής της εξουσίας είναι και σήμερα.
Και εγώ τότε με ντουντούκα, σήμερα με μικρόφωνο, μικρή παραλλαγή.
Λοιπόν, μιλάμε για το 1981, να αποσυρθεί αυτό, είναι λάθος.
Μιλάμε για το 1981 και θέλω να μεταφερθούμε στους πρωταγωνιστές του σήμερα, ξεκινώντας με τον φίλο μου, τον μικρό.
Για πάμε.
Σταύρος Θεοδωράκης: Για τι θα μιλήσουμε; Κυριάκος: Για το σχολείο.
ΣΘ: Εγώ έλεγα να μιλήσουμε για κορίτσια.
Κ: Προηγείται το σχολείο, όμως.
ΣΘ: Εντάξει, το σχολείο.
Τι τάξη πας; Κ: Τρίτη.
ΣΘ: Τρίτη.
Καλός μαθητής έχω μάθει, ε; Κ: Μμμ.. ΣΘ: Το αγαπημένο μάθημα; Κ: Μαθηματικά.
ΣΘ: Δύσκολα δεν είναι τα μαθηματικά; Κ: Άμα ξέρεις προπαίδεια, καθόλου δύσκολα.
ΣΘ: Ξέρεις καλή προπαίδεια, έτσι; Γρήγορα; Κ: Ναι.
ΣΘ: Για πες μου ας πούμε το οχτώ.
που εμένα με δυσκολεύει ακόμα το οχτώ.
Κ: Α, το οχτώ δεν το έχουμε μάθει, έχουμε μάθει του έξι, του πέντε.
ΣΘ: Για πες μου το έξι.
Κ: Μία η έξι έξι, δύο η έξι δώδεκα, τρεις η έξι δεκαοκτώ, τέσσερις η έξι εικοσιτέσσερα, πέντε η έξι τριάντα, έξι η έξι τριανταέξι, εφτά η έξι σαρανταδύο, έξι η οχτώ σαρανταοχτώ, εννιά η έξι πενηντατέσσερα.
ΣΘ: Ωραίος.
Όλα δεκάρια δηλαδή, έτσι; Κ: Μερικά δεκάρια, μερικά εννιάρια.
Από εννιά και πάνω έχω.
Στα μαθηματικά φυσικά δέκα.
ΣΘ: Δηλαδή, θα γίνεις μαθηματικός; Τι θα γίνεις; Κ: Δάσκαλος των μαθηματικών.
ΣΘ: Α, δάσκαλος των μαθηματικών.
Σ' ακούνε τα μικρότερα παιδιά, όμως; Κ: Ναι.
ΣΘ: Ε; Τι τους λες; Κ: Να κάνουν ησυχία.
ΣΘ: Να σε ρωτήσω κάτι δύσκολο τώρα.
Κ: Ναι.
ΣΘ: Αν μπορούσες να αλλάξεις κάτι στη ζωή σου... Κ: Μμμ.. ΣΘ: Τι θα ήταν αυτό; Κ: Θα ήθελα να ήταν πιο καθαρό το περιβάλλον και να έβλεπα πιο συχνά όλη την οικογένειά μου, τον πατέρα μου, τη μαμά μου και τον αδερφό μου.
ΣΘ: Αυτός, λοιπόν, είναι ο φίλος μου ο Κυριάκος.
Υπάρχει μία άποψη ότι η χειρότερη οικογένεια είναι καλύτερη, είναι προτιμότερη από το καλύτερο ίδρυμα.
Εγώ, προσωπικά, διαφωνώ με αυτή την άποψη.
Ο Κυριάκος ζει στην Στέγη, έχει εγκαταλειφθεί από τους γονείς του στη Στέγη του Περισσού, και από τότε που εγκαταλείφθηκε, «άνθισε», κάνοντας παρέα με παιδιά που τα έχουν πάει εκεί εισαγγελείς ή οι γονείς τους.
Ο Κυριάκος έχει πάρα πολλά όνειρα, όπως βλέπετε, όπως και τα άλλα παιδιά της Στέγης.
Δηλαδή, συνέχεια, αυτό που λένε δεν είναι αυτό που πέρασαν, είναι αυτό που θα πετύχουν ή αυτό που πετυχαίνουν αυτή τη στιγμή.
Τσεϊλάν.
ΣΘ: Εκεί στη Θεσσαλονίκη, αντιμετώπισες προβλήματα; Tου στυλ η Μουσουλμάνα, η χωριάτισσα.
Τσεϊλάν: Ε,όχι.
Δόξα τω Θεώ, όχι.
Εντάξει, ρατσισμός, δεν υπάρχει, έτσι, όλο το τμήμα μου μιλάει, συζητάμε, κάνουμε, ράνουμε και με ξέρουν.
ΣΘ: Τι τους λες; Τ: Τους λέω αυτό που γίνεται στο χωριό.
Και τους αρέσει.
ΣΘ: Πώς δικαιολογείς το ότι δεν ξέρεις καλά τη γλώσσα; Ή τελοσπάντων δεν την ξέρεις... Τ: Δεν την ξέρω τόσο καλά.
ΣΘ: ...με προφορά.
Την ξέρεις πάρα πολύ καλά... Τ: Ναι.
Ευχαριστώ.
ΣΘ: Μιλάς πάρα πολύ καλά.
Τ: Ευχαριστώ.
ΣΘ: Πώς την δικαιολογείς, όμως, αυτή την ξενική προφορά που έχεις; Τ: Τους λέω ότι είμαι Μουσουλμάνα, ότι οι γονείς μου δεν μιλάνε τα Ελληνικά, ότι ξέρω να διαβάζω Αράβικα, Πομάκικα μιλάω, Τούρκικα ξέρω πολύ καλά, και για αυτό το λόγο δεν είμαι τόσο καλά στην προφορά και με καταλαβαίνουν.
(Μουσική) Τσεϊλάν: Μα μ'αρέσει το χωριό.
Ό,τι θέλω κάνω.
Ό,τι τρέλα μου'ρθει.
Σηκώνομαι, κατεβαίνω Ξάνθη, κατεβαίνω Θεσσαλονίκη, μπορώ να τους μαζέψω, να μαζευτούμε στο σπίτι, να κάνουμε ότι τρέλα θέλουμε, να δούμε καμία ταινία, να βγούμε έξω.
Δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν υπάρχει περιορισμός.
Εντάξει, μπορεί να είσαι κοπέλα που ξέρεις τι κάνεις δεν κάνεις αυτό που απαγορεύεται, αλλά μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις.
Εφόσον ξέρεις τι κάνεις.
Οπότε γουστάρω να είμαι στο χωριό.
Περνάω καλά.
ΣΘ: Λοιπόν, η Τσεϊλάν είναι από τα βουλγαρικά σχεδόν σύνορα, τα Πομακοχώρια.
Μια περιοχή τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά.
Μέχρι το '96, θα το ξέρετε, για να πας σε αυτά τα χωριά έπρεπε να πάρεις ειδική άδεια από το στρατό.
Τώρα, είναι μια μεγάλη υπόθεση, γιατί φοβόμασταν αυτούς τους ανθρώπους.
Σημασία έχει ότι η Τσεϊλάν έχει βρει ένα πολύ απλό τρικ.
Όταν μπαίνει στο λεωφορείο για τη Θεσσαλονίκη, βγάζει τη μαντήλα και τα πολύχρωμα ρούχα, φοράει κάποια άλλα πιο σπορ.
Σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη Οικονομικά και φιλοδοξεί σε δύο χρόνια από τώρα να ανοίξει το πρώτο λογιστικό γραφείο μιας ντόπιας σε εκείνα τα χωριά.
Πάμε να δούμε την Κατερίνα.
ΣΘ: Μια δόση το πρωί; Κατερίνα: Ναι.
Κάθε μέρα, όμως.
Με χορηγούνε, το πίνω και φεύγω.
ΣΘ: Δεν σε εμπιστεύονται να στη δώσουνε στο σπίτι; Κ: Δεν πιστεύω ότι είναι αυτό.
Είναι το πρόγραμμα αυστηρό.
Το συγκεκριμένο, είναι από τα αυστηρότερα στην Ελλάδα.
Έχει τύχει και έχουν χάσει για ένα λεπτό τη χορήγηση.
Και δεν υπάρχει εκεί, να περιμένουνε ένα λεπτό ή μισό.
Δεν χορηγείσαι, είσαι άρρωστος όλη την ημέρα.
Και έχει πιο πολλά στερητικά από ότι η ηρωίνη, η μεθαδόνη.
ΣΘ: Την κατεβάζεις σιγά-σιγά τώρα τη μεθαδόνη; Κ: Περιμένω, βασικά, να πάνε καλά στη ζωή μου αρκετά πράγματα πρώτα πριν αρχίσω να κατεβαίνω.
Δηλαδή, αν είμαι πάλι μαζί με τον Παναγιώτη και τα βλέπω αυτά, δεν ξέρω αν και στο τέλος θα είμαι τόσο δυνατή και έχω και υπομονή ακόμα να συνεχίσω έτσι.
ΣΘ: Σχέσεις; Παναγιώτης: Σχέσεις; ΣΘ: Έχετε; Μπορείς; Π: Μπα.
Αλλού είναι το μυαλό μου.
ΣΘ: Τι; Κατερίνα: Ε, κοιμόμαστε μαζί σαν δύο φίλοι... ΣΘ: Τι; Δεν μπορείς; Κ: ...εδώ και πολύ καιρό.
Π: Είναι αλλού.
Εξευτελιστικό, αλλά είναι αλλού, ρε παιδί μου, εντάξει.
Εξευτελιστικό, όχι για τον ανδρισμό και καλά, εξευτελιστικό γενικότερα.
ΣΘ: Η Κατερίνα ήτανε στην πρέζα, στην ηρωίνη οχτώ χρόνια, κάποια στιγμή το αποφάσισε μόνη της, μπήκε σε ένα πρόγραμμα υποκατάστατων.
Τα 'χει καταφέρει.
Βέβαια, σε μια χώρα που πολύ πιο εύκολα βρίσκεις ηρωίνη στο δρόμο, παρά υποκατάστατα ή φαρμακευτική αγωγή για να κόψεις τα ναρκωτικά.
Το μεγάλο στοίχημα της Κατερίνας είναι αν θα πάει αυτή ξανά στον «κόσμο» του φίλου της ή αν θα γυρίσει ο φίλος της στον δικό της «κόσμο».
Πάμε να δούμε τη Μαρίνα.
Μαρίνα: Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη στιγμή που φωνάζουν τα μεγάφωνα: «Λιτβίνοβα, αποφυλακίζεται».
Που, ας πούμε, βγήκε, όλη η πτέρυγα να με αποχαιρετήσει.
Απ' τη συγκίνηση και τα δάκρυα, δεν έβλεπα, δεν ξεχώριζα πρόσωπα, μόνο όταν με αγκαλιάζανε και μου δίνανε την ευχή στο αυτί, προσπαθούσα να καταλάβω ποια είναι.
Εκείνη τη μέρα μάζεψα πάρα πολλές ευχές.
Νομίζω μέχρι τώρα με συνοδεύουνε και μου δίνουνε δύναμη.
ΣΘ: Γυρνάει ποτέ σαν εφιάλτης η φυλακή; Μ: Πολύ συχνά.
Και στα πιο μικρά πράγματα, πολλές φορές σκέφτομαι τη φυλακή.
Όταν βγαίνω απ'το σπίτι και κλειδώνω την πόρτα και παίζω με τα κλειδιά στο χέρι και πηγαίνω στη δουλειά ή στο πανεπιστήμιο, πλημμυρίζω από χαρά.
Και ευχαριστώ τον Θεό.
Που έχω κλειδιά, που έχω σπίτι, που έχω δουλειά.
Είναι σαν όνειρο αυτό που ζω.
ΣΘ: Η Μαρίνα έμεινε στη φυλακή περίπου τρία χρόνια.
Στην αρχή, φοβότανε πάρα πολύ τις ισοβίτισσες.
Μετά, κάποια στιγμή σκέφτηκε να φτιάξει ένα μαντήλι για το παιδί μιας ισοβίτισσας που είχε γενέθλια.
Από τότε, άρχισε να τις προσεγγίζει.
Τις έβαζε στη σειρά, κάποια στιγμή, μου λέει, «τις έβαζα στη σειρά και τους έκανα πεντικιούρ και έπαιρνα τηλεκάρτες».
Έτσι κάπως δουλεύει η φυλακή, έτσι; Μου πλένεις τα ρούχα και σου δίνω ένα πακέτο τσιγάρα.
Ανταλλακτική οικονομία.
Το βασικό είναι ότι η Μαρίνα βγήκε απ' τη φυλακή, μπήκε στη Νομική και είναι μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που πήρε και μια μεγάλη αποζημίωση από το ελληνικό κράτος γιατί ήταν στη φυλακή άδικα.
Για κάθε μέρα που ήταν στη φυλακή, περίπου τρεισίμισι χρόνια, πήρε 25 ευρώ από το ελληνικό κράτος.
Και τελευταίος είναι ο Δημήτρης.
ΣΘ: Δηλαδή, το πρωί νιώθεις λίγο πιο ψηλός από τους άλλους που είναι καμπουριασμένοι στους δρόμους, ε; Δημήτρης: Γιατί είσαι ελεύθερος.
Και δεν είσαι εγκλωβισμένος σε μικρότητες.
Τα βλέπεις λίγο σαν Θεός, από πάνω, από μακριά,από απόσταση.
Οι άνθρωποι είναι σα να ψάχνουνε προβλήματα.
(Μουσική) ΣΘ: Πιο πεζά σχέδια; Δ: Τώρα, σχεδιάζουμε με τα παιδιά για Κούβα απλά θέλει να κάνω τη θεραπεία μου πριν για να 'μαι έτοιμος ν' αντέξω εκεί.
ΣΘ: Τη σάμπα να αντέξεις; Δ: Όχι, πιο πολύ τη ζέστη.
Γιατί ζοριζόμαστε στη ζέστη.
Αλλά, αξίζει τον κόπο.
ΣΘ: Ο Δημήτρης, τον συναντούσα, τέτοιες μέρες, πέρυσι.
Ο Δημήτρης πάσχει από μια πολύ σπάνια ασθένεια, την κυστική ίνωση, που είναι η πιο θανατηφόρος κληρονομική νόσος της λευκής φυλής.
Όταν γεννήθηκε, το προσδόκιμο ζωής ήταν δέκα χρόνια.
Έγινε 20, έγινε 30 και τώρα οι γιατροί πιστεύουν ότι θα είναι 40.
Ο Δημήτρης, όταν έμαθε ότι τα όρια είναι πάρα πολύ μικρά αντί να εγκαταλείψει τα όπλα, μπήκε στην Αρχιτεκτονική, ίδρυσε ένα σύλλογο που άλλαξε το Σισμανόγλειο, δηλαδή, πολλά παιδιά της κυστικής ίνωσης δυναμικά άλλαξαν τις συνθήκες θεραπείας στο Σισμανόγλειο και συνεχίζει και, βεβαίως, πιστεύω ότι θα νικήσει όλες τις στατιστικές.
Ο Δημήτρης, λοιπόν, που παλεύει και νικάει το θάνατο, η Μαρίνα, που πάει κόντρα στα λάθη του κράτους, τα παιδιά που προσπαθούν να διορθώσουν τα λάθη τα δικά τους, η Τσεϊλάν που πάει κόντρα στο συντηρητικό περιβάλλον της χώρας και της κοινότητας της και ο φίλος μου που προσπαθεί να νικήσει τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Αυτό ήθελα να σας πω απόψε.
Ήθελα να σας πω, δηλαδή, ότι υπάρχει και ο παλιός ο δρόμος.
Ότι ο άνθρωπος διαθέτει μια ορμή που μπορεί να τον κάνει να νικήσει τον αποκλεισμό, την ακινησία, ίσως και το θάνατο.
Η δίψα, δηλαδή, γι' αυτό που δεν έχουμε μπορεί να σε οδηγήσει κόντρα στο ποτάμι και να σε βγάλει απέναντι.
(Χειροκρότημα) Παλιότερα, η κοινωνικοποίησή μας ήταν έργο της οικογένειας.
Αποκλειστικά.
Μετά, προστέθηκε το σχολείο.
Μετά, προστέθηκαν τα μίντια.
Τώρα, προστίθονται σιγά-σιγά και τα social media.
Μια μικρή παρένθεση.
Αναρωτιέμαι πάρα πολλές φορές, εάν εγώ μεγάλωνα σε ένα περιβάλλον όπου όλα ήταν μπροστά μου.
Εάν, δηλαδή, ανακάλυπτα σελίδες πατώντας το πλήκτρο σε ένα πληκτρολόγιο.
Πού θα σταματούσε η περιέργειά μου; Μήπως μου αρκούσε αυτή η ανακάλυψη και δεν πήγαινα στην επόμενη ανακάλυψη; Τελοσπάντων, είναι άλλο θέμα.
Αυτό που θέλω να πω, κλείνοντας, είναι ότι η τηλεόραση, ως το πιο δυνατό μέσον, πρέπει, εκτός των άλλων, να δίνει χώρο σ' αυτή την ορμή.
Δηλαδή, πρέπει να μάθει τους ανθρώπους να ακούν την ορμή τους.
Αυτό νομίζω ότι κάνω εγώ με τους «Πρωταγωνιστές» ή μάλλον, για να είμαι ακριβής αυτό κάνω εγώ και οι πρωταγωνιστές μου, πιστεύοντας ότι η ορμή μπορεί να κοντράρει επιτυχώς την αμετακίνητη μοίρα.
Ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)